Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013

Του κουτιού τα παραμύθια

-Έχεις αναρωτηθεί ποτέ πόσα κουτιά έχεις δει μέχρι τώρα στη ζωή σου; Νομίζω κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά έναν αριθμό.
-Τι κουτιά εννοείς;
-Ξέρεις, ΤΑ κουτιά.
-Όχι δεν ξέρω. Ποιά είναι ΤΑ κουτιά; Για τις κούτες λες, της μετακόμισης; Γιατί από αυτές έχω δει μπόλικες είναι η αλήθεια.

-Όχι, όχι, δεν λέω για αυτές φυσικά. Όλοι ξέρουν ΤΑ κουτιά.

-Δεν με βοηθάς. Κι έχω αρχίσει να ανησυχώ για ‘σένα. 
-Μα σίγουρα τα ξέρεις. Να, πως να στα περιγράψω…Είναι αυτά τα άλλοτε μεγάλα, τα ψηλά και γεμάτα χρώματα κουτιά κι άλλοτε κάτι πιο μικρά με σκαλιστά σχέδια πάνω τους. Μερικά που έχουν εκατοντάδες κλειδαριές και κωδικούς και αλυσίδες και συνθηματικά και κάποια άλλα ορθάνοιχτα- που μπορείς να βλέπεις τους θησαυρούς τους από μακριά. Ξύλινα, τσίγκινα, χάρτινα, γυάλινα, υφασμάτινα, αόρατα, αυτοσχέδια ή και κατά  παραγγελία, μουντά ή χαρούμενα, περίεργα και μυστηριώδη-είναι τόσα πολλά ∙ σίγουρα κάποιο θα χει πάρει το μάτι σου κάπου. Σίγουρα, σου λέω, πίστεψε με. Συνήθως, τα περισσότερα ξεχειλίζουν με ότι μπορείς να φανταστείς.

-Δεν μπορώ να σε καταλάβω, αλήθεια. Μόλις περιέγραψες τα μισά κουτιά του κόσμου αυτού.

-Όχι, αυτά που λέω εγώ δεν είναι σαν τα συνηθισμένα κουτιά. Τις περισσότερες φορές είναι γεμάτα με χαρτιά, πολλά πολλά κιτρινισμένα χαρτιά με αράδες μελάνης πάνω, και με φωτογραφίες. Ξεθωριασμένες και συχνά κολλημένες μεταξύ τους απ’ τον καιρό φωτογραφίες. Είχα δει μια φορά θυμάμαι ένα κουτί που το μόνο που είχε ήταν σκόρπιες και ακατάστατες φωτογραφίες, τίποτε άλλο. Όμως αυτές ήταν πολλές, πάρα πολλές, άπειρες μπορώ να σου πω, που σχεδόν δεν χωρούσαν μέσα. Σκυλιά, λουλούδια, πόλεις διάφορες και άνθρωποι κάμποσοι κάθονταν άνετα μέσα στις φωτογραφίες εκείνες. Τις κοιτούσα για ώρα-για όση τουλάχιστον πρόλαβα πριν με πάρει χαμπάρι ο ιδιοκτήτης τους και με διώξει κακήν κακώς- και έψαχνα να βρω τους ανθρώπους που εμφανίζονταν πιο συχνά σε αυτές. Ένα μελαχρινό κορίτσι κρατούσε τα πρωτεία, ένα κορίτσι που μέσα απ’ το ασπρόμαυρο φιλμ έγινε κοπέλα και έπειτα γυναίκα, και μητέρα, και χαμογελαστή γιαγιά νομίζω. Φαινόταν ευτυχισμένη. Και ήταν κάποτε, ήμουν σίγουρη γι αυτό. 

-Την ήξερες;

-Ίσως. Ίσως πάλι και όχι. Δεν ξέρω.

-Πολύ μπερδεμένα μου τα λες σήμερα κι αρχίζω να τρομάζω. Και τέλος πάντων για αρχειοθήκες και άλμπουμ μου μιλάς τόση ώρα;

-Σταμάτα να ρωτάς και άκουσε με. Πέρα από φωτογραφίες άλλες φορές μπορεί να ακούσεις μέσα από τα κουτιά να βγαίνει μια περίεργη, μια αλλόκοτη μουσική που όσο κι αν προσπαθείς δυσκολεύεσαι να καταλάβεις τι ακριβώς είναι κι από που προέρχεται…

-Μουσικά κουτιά;

-…Είναι μπερδεμένη ∙ σαν πολλές μουσικές, τραγούδια και μελωδίες, να παίζουν ταυτόχρονα ∙ σαν μια τεράστια ορχήστρα με όλα τα όργανα που έχεις δει ποτέ σου να στήνεται δίπλα στο κύμα και να παίζει. Εκεί ο κάθε μουσικός έχει το ελεύθερο να ακολουθεί και μια διαφορετική παρτιτούρα, σε διαφορετικό χρόνο, και χωρίς μαέστρο. Και από πάνω τους να πετούν συνέχεια μανιασμένα αεροπλάνα, που κάθε φορά παίρνουν μαζί τους και έναν μουσικό, τον ανεβάζουν σε μια ανεμόσκαλα και τον παίρνουν μακριά ∙ μέχρι στο τέλος να μην ακούγεται τίποτα πια. Μέχρι να μείνουν μονάχα παρατημένα βιολιά, σαξόφωνα και ένα θλιμμένο ακορντεόν.

Τα πιο όμορφα κουτιά πάντως έχω αποφασίσει πως είναι αυτά που έχουν αληθινούς ανθρώπους μέσα τους. Ανθρώπους και ιστορίες. Οι άνθρωποι είναι και μεγάλοι και μικροί-καμιά φορά ακόμα και ταυτόχρονα-και μιλάνε συνέχεια, αγκαλιάζονται, χορεύουν και φτιάχνουν σιγά σιγά μικρές λιλιπούτειες πολιτείες. Υψώνουν χρωματιστές πολυκατοικίες σε δευτερόλεπτα, φυτεύουν αμυγδαλιές και λεμονιές στους δρόμους, ενώνουν τα πάντα με αιωρούμενες γέφυρες- απ’ τα σύννεφα στην ταράτσα με τα γλυκά του κουταλιού και πάλι πίσω- και κάπως έτσι, λεπτό με λεπτό οι πόλεις μεγαλώνουν και γίνονται μια μεγάλη και διαφορετική πόλη, που σφυροκοπάει από γέλια και ιστορίες και μονάχα μεγαλώνει. Ούτε μικραίνει, ούτε καταστρέφεται. Ποτέ. Απλά μεγαλώνει, και μαζί της μεγαλώνει και το κουτί.

Μόνο που καμιά φορά κάποιες γειτονίες ξεμακραίνουν πολύ απ’ τις υπόλοιπες και οι άνθρωποι που μένουν εκεί αποξενώνονται, αρρωσταίνουν από την μοναξιά και σιγά σιγά αρχίζουν να γίνονται ένα με το απέραντο πλέον κουτί τους. Κανείς δεν καταλαβαίνει την απουσία τους και ο κίνδυνος να χαθούν για πάντα είναι μεγάλος. Κι όμως, όσο κι αν δεν το πιστεύεις, ποτέ δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο. Κι αυτό, γιατί τα πιο πολλά κουτιά ποτέ δεν είναι μόνα τους. Και γιατί υπάρχουν ιδιοκτήτες που μέσα στα πολύτιμα κουτιά τους έχουν κάμποσες φωτογραφίες σε αντίγραφα, και έχουν τους στίχους όλων εκείνων των τραγουδιών, και περίσσεια όργανα, και λευκά χαρτιά έτοιμα για ξαναγραφούν σε αυτά όλα τα βιβλία και οι ιστορίες και οι διηγήσεις. Είναι αυτοί οι ιδιοκτήτες λοιπόν, που κάθε βράδυ, όταν οι υπόλοιποι πέφτουν για ύπνο, τα παίρνουν ήσυχα και διακριτικά όλα αυτά και τα μοιράζουν σαν άλλοι άγιοι-Βασίληδες στα υπόλοιπα κουτιά. Ένα δώρο για το καθένα. Κι είναι αυτά τα δώρα που το επόμενο πρωί γιατρεύουν όλους αυτούς που κινδύνεψαν και ξαναφέρνουν τις χαμένες οδούς και τα μακρινά σοκάκια μέσα στη μεγάλη πόλη. Και αυτή συνεχίζει να μεγαλώνει, και να μεγαλώνει, και να μεγαλώνει…Κατάλαβες τώρα για ποιά κουτιά σου μιλάω;



-Νομίζω πως τώρα κατάλαβα, ναι. Και έχω δει κάμποσα από αυτά. Κάποια που το περιεχόμενο τους φαινόταν εύκολα από μακριά δεν ήταν και τόσο ενδιαφέροντα αλλά τα άλλα…

-…ναι;

-Όλα εκείνα που ήταν κλειδωμένα στην αρχή, περίμενα πολύ και έψαξα πολλά χρόνια για να βρω τρόπο να τα ανοίξω. Όταν όμως τα κατάφερα ήταν ότι πιο ωραίο έχω δει ποτέ μου. Και φυσικά αμέσως έπιασα χαρτί και μολύβι για να περιγράψω εκείνη την ομορφιά, και μια παλιά πολαρόιντ για να τραβήξω στιγμές μέχρι να καεί το φιλμ και άρχισα να ταξιδεύω στους δρόμους και στα μικρά αδιέξοδα των πόλεων που επισκεπτόμουν. Κάθε φορά που επέστεφα στοίβαζα τα σουβενίρ και τα λάφυρά μου μέσα στο δικό μου μικρό πολύτιμο κουτάκι. Καιρό έχω να το ανοίξω αλλά νομίζω πως έχει μεγαλώσει-από κουτάκι έγινε κοτζάμ κουτί πλέον.

-Θες να μου δώσεις τα κλειδιά του, να κοιτάξω λίγο μέσα; Απ’ την κλειδαρότρυπα δεν βλέπω πολλά. Και εγώ μπορώ να σου δανείσω για λίγο το δικό μου αν θες.
-Ορίστε! Το ξεκλείδωσα εγώ για σένα. Καλό ταξίδι και καλές περιπλανήσεις. Μόνο θέλω να μου υποσχεθείς κάτι, μπορείς;

-Πες μου.

-Αν ο δρόμος σου σε βγάλει σε κάποιο ξεχασμένο μπαρ με άρρωστους και λυπημένους ανθρώπους, απομακρυσμένους από τη ζωή της πόλης μου, θέλω να τους αφήσεις ένα γιατρικό, για να γίνουν καλύτερα και να επιστέψουν ξανά πίσω. Μπορείς να μου το υποσχεθείς αυτό;

-Το υπόσχομαι! Καλό ταξίδι. Τα λέμε σύντομα.

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

Αόριστα καλοκαίρια



Ήταν ωραία τα καλοκαίρια τότε…

τότε που κρατούσανε 3 μήνες γεμάτους, γεμάτους.
τότε που μετρούσες πόσα παγωτά έφαγες και πόσα μπάνια έκανες.
τότε που άκουγες τζιτζίκια κάθε μεσημέρι που δεν σε έπιανε ο ύπνος απ’ τη ζέστη.
τότε που ξυπνούσες για κρυφτό, κυνηγητό, πόλεμο, ψείρες, πατητό και λάστιχο.
τότε που ‘κλεινε πάντα η φωνή.
τότε που ‘βαζες κατακόκκινα κεράσια για σκουλαρίκια.

Που έπαιρνες τα μισά σου παιχνίδια μαζί στην παραλία και τα παράταγες για να μαζέψεις κοχύλια. Που μετά τα έβαζες στον ήλιο να στεγνώσουν και τα έβαφες για να φτιάξεις βραχιόλια. Ή τότε που γυρνούσες σπίτι στις έντεκα και ένιωθες «μεγάλος». Τότε που κυκλοφορούσες με την ίδια αγαπημένη βερμούδα όλο το καλοκαίρι και μονάχα με ψιλά στις τσέπες. Κι αυτά για παγωτό πατούσα- ή λεμονάδα. Ήταν τότε που έπιανες μπάμπουρες να τους δέσεις σε κλωστή και το βράδυ έψαχνες πυγολαμπίδες. Που πίστευες όλες τις τρομαχτικές ιστορίες και δεν κοιμόσουνα για βράδια. Που χες τέμπερες και πινέλα και λερωμένες μπλούζες αντί για παλέτες.
Τότε που το καλοκαίρι ήταν η ελευθερία σου, η ξεγνοιασιά σου, οι ελπίδες και τα όνειρα σου. Η σιγουριά που σου έδινε δύναμη και η ανεξάντλητη πηγή αναμνήσεων.

Και τώρα πια μιλάς-μιλάω, μιλάμε- σε χρόνο αόριστο. Όμορφος ο αόριστος θαρρώ. Χαρούμενος. Τον βαρεθήκαμε τον ενεστώτα όπως τον κάναμε. Κούρασε πια με τη μιζέρια και τη γκρίνια του. Σαν να έδιωξε τα καλοκαίρια μακριά με αυτό το τώρα του. Το τώρα…

που κρατάει ένα μήνα με το ζόρι.
που μετράς πόσα μαθήματα χρωστάς και πόσα μπάνια θα κάνεις.
που ακούς μηχανάκια να γκαζώνουν και γείτονες να φαγώνονται μεταξύ τους.
που ξυπνάς για καφέ και τσιγάρο.
που δεν κλείνει ποτέ το pc.

και που ακόμα βάζεις κατακόκκινα κεράσια για σκουλαρίκια.

Που παίρνεις κινητό, mp4, laptop, περιοδικά, φωτογραφική, φορτιστές, καλώδια, δεύτερη αλλαξιά, 3 αντηλιακά-σώμα, πρόσωπο, μαλλιά-, κρέμα για το κάψιμο, γυαλιά, σταυρόλεξα, μπύρες κι άλλα τόσα μαζί σου στην παραλία και τα παρατάς για να μαζέψεις κοχύλια. Που μετά τα βάζεις στον ήλιο να στεγνώσουν και έπειτα σε ένα βάζο στο σαλόνι. Τώρα που γυρνάς στις έντεκα και νιώθεις «μικρός» -και ξαναβγαίνεις στις δύο για να νιώσεις «μεγάλος». Και ακόμα κυκλοφορείς με την ίδια αγαπημένη βερμούδα, γιατί δεν βρίσκεις χρόνο να την πλύνεις, με μονάχα ψιλά στις τσέπες για φαί και εισιτήρια. Και παγωτό. Είναι τώρα που βλέπεις πυγολαμπίδες και λάμπουν και τα μάτια σου μαζί μ’ αυτές και που όταν θυμάσαι τις τρομαχτικές ιστορίες που πίστευες σε πιάνει ένα ρίγος απ’ το πουθενά. Που χεις στυλό μπλε, στυλό πολύχρωμα, στυλό φωσφοριζέ και σκόρπιες σημειώσεις σε κάθε γωνιά. Τώρα που το καλοκαίρι είναι η ωριμότητά σου, οι επιλογές σου, οι ελπίδες και τα όνειρά σου. Η αβεβαιότητα που σε ταρακουνάει και η πάντα ανεξάντλητη πηγή αναμνήσεων.

Για αυτό σου λέω, ομόρφυνε τον ενεστώτα σου πριν γίνει αόριστος.

Και παραφράζοντας για τέλος,
πιάσε το καλοκαίρι σου απ’ το γιώτα και ζήστο ίσαμε το Κ του.



Σημείωση- Γιατί όταν πέφτουμε ξέρουμε και πώς να σηκωθούμε.

Κυριακή 14 Απριλίου 2013

"Τι σε θυμώνει σήμερα;" *




-Τι σε θυμώνει σήμερα; Πες μου λίγο.

-Με εσένα θυμώνω. Με εσένα.
 Που αδιαφορείς, που βολεύεσαι στο εύκολο, που βαριέσαι,
 που φωνάζεις και που δεν φωνάζεις,
 που μένεις αδρανής, που δεν νοιάζεσαι παρά μόνο όταν σε βλέπουν,
 που δεν σκέφτεσαι,
 που δεν διαβάζεις, που δεν ακούς.
 Που πετάς σκουπίδια στο δρόμο, που βρίζεις χωρίς λόγο,
 που δεν σέβεσαι.
 Που δεν θέλεις να μάθεις, δεν θέλεις να δεις.
 Που δεν θέλεις να αλλάξεις. Που δεν θέλησες ποτέ να αλλάξεις.

 Που δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξεις.

 Με εσένα θυμώνω, σου λέω.

 Που δεν εκτιμάς.
 Που υπερεκτιμάς το τίποτα και υποτιμάς τα αληθινά.
 Που γκρινιάζεις, που μιζεριάζεις,
 που ζεις σε ένα κουτί με σφραγισμένες πόρτες
 και κατεβασμένες γρίλιες. Που είσαι ευχαριστημένος.
 Που οργίζεσαι και που δεν οργίζεσαι.
 Που δεν γελάς.
 Που δεν κλαίς.
 Που δεν νιώθεις.
 Που καπνίζεις και πίνεις σαν μην υπάρχει αύριο.
 Και αγαπάς σαν να χεις όλο τον καιρό μπροστά σου.
 Λίγο, λίγο. Μέχρι να στερέψει κι ο καιρός απότομα.

 Μόνο με εσένα θυμώνω.

 Που ζεις όπως πρέπει. Όπως σου είπαν πως πρέπει.
 Και που ξεχνάς κάθε φορά που ανοιγοκλείνεις τα βλέφαρα.
 Που κρίνεις αλλά δεν κρίνεσαι.
 Που δεν είχες ποτέ επιθυμίες. Που δεν κυνήγησες ποτέ το άπιαστο.
 Που δεν ρισκάρεις από φόβο μην χτυπήσεις.
 Από φόβο μην σκιστεί το δέρμα σου
 και φανεί ότι έχεις κρύψει για χρόνια από κάτω.

 Που δεν ζεις.
 Που δεν το ζεις.
 Και που νομίζεις στα αλήθεια πως ζεις.

 Συνέχεια με εσένα θυμώνω.
 Με εσένα που επαναπαύεσαι, που βουλιάζεις και σου αρέσει.
 Που δεν σε ξυπνούν πια ούτε ρολόγια, ούτε φωνές, ούτε εφιάλτες.
 Που δεν αρχίζεις να τρέχεις και να τρέχεις μέχρι να ακούσεις
 την καρδιά σου να χτυπάει. Και που δεν θα καταλάβεις.
 Θυμώνω που δεν καταλαβαίνεις.
 Που κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις.
 Και που συγκατοικείς με τη συνήθεια.

 Με αυτά θυμώνω, κι άλλα τόσα που δε χωράν στις λέξεις. Δεν
 θέλω να σπιλώσω τις λέξεις μου με αυτά. Να τις αφήσω καθαρές
 και αποστειρωμένες θέλω.
 Εσύ με τι θυμώνεις;

-Με τις καθαρές και αποστειρωμένες λέξεις θυμώνω. Και με τη μελάνι που δεν τρέχει απ’ το χέρι μου για να γεμίσω τους άσπρους τοίχους θυμώνω.
Με εσένα όμως θυμώνω πιο πολύ από όλους.

Που δεν με βλέπεις ποτέ όταν κοιτάζεις τον καθρέφτη σου.

Σημείωση: Ευτυχώς που ναι και κάποιοι περαστικοί, κάποιοι ταξιδευτές, κάποιοι νομάδες ∙ που καθαρίζουν τους καθρέφτες και σε κρατούν ακίνητο μπροστά τους μέχρι να μπορέσεις να δεις. Όσο κι αν χρειαστεί. Ψάξε να τους βρεις. 

(*για την αφορμή - http://nomadesartcore-project.blogspot.gr/p/blog-page_2.html )

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

Ένα σύννεφο με αριθμό 9



Πρώτη φορά τα σύννεφα μοιάζουν τόσο κοντά. Κατέβηκαν απ’ τη στρατόσφαιρα πάνω απ’ τα κεφάλια μας και περιμένουν. Περιμένουν να πιούμε ευλαβικά και την τελευταία γουλιά απ’ τον πρώτο  καφέ της μέρας, να χαζέψουμε τον άδειο δρόμο απέναντι, να παραμερίσουμε λίγο την κουρτίνα αφήνοντας αυτό το χειμωνιάτικο πρωινό παγωμένο φως να εισβάλει στο δωμάτιο. Η πάχνη σκεπάζει κανά δύο αμάξια που είπαν να λουφάρουν σήμερα και μια χοντρή ζεστή κουβέρτα σκεπάζει όλους εμάς που είπαμε να λουφάρουμε –και- σήμερα. Έχουμε δικαιολογία βεβαίως το διάβασμα, κι ας είναι μυθιστόρημα για αυτό το πρωινό. Κι ο ύπνος ακόμα, όμορφη δικαιολογία είναι. Περιλαμβάνει όνειρα. 

 Το ραδιόφωνο δυναμώνει και τα χέρια τεντώνονται. Μια λίστα μισοτελειωμένη περιμένει στο τραπέζι, μαζί με στοίβες σημειώσεων, δυο μπλε στυλό και κάτι παλιούς λογαριασμούς. Ξεκαθαρισμένους από καιρό ευτυχώς. Μια βόλτα και ένα παραπάνω τικ θα προστεθεί στη λίστα.

Δεν κυκλοφορεί πολύς κόσμος έξω και η ερημιά κάνει την πόλη πιο όμορφη. Δύο τρία σκυλιά μονάχα έβγαλαν βόλτα τους αγουροξυπνημένους ακόμα ιδιοκτήτες τους. Μια  λακκούβα γεμάτη με νερό, κιτρινισμένα φύλλα και μια σχισμένη αφίσα συναυλίας. Η αντανάκλαση του συννεφιασμένου ουρανού μοιάζει με δίδυμη αδερφή του που δεν σ’ αφήνει να καταλάβεις το σημείο που αέρας και νερό γίνονται ένα. 

 Ούτε στα σοκάκια-αυτά που το καλοκαίρι σφύζουν από φωνές, βρισιές και υποσχέσεις-έχει κόσμο. Μια γκριζωπή γάτα που τριγυρνά ήσυχη γύρω απ’ τα σκουπίδια και ένας σκυθρωπός, καμπουριασμένος γέρος που πέρασε βιαστικά από δίπλα της τρομάζοντας την είναι ότι πιο κοντινό σε ζωή μπορείς να εντοπίσεις. Μαζί με λίγες μυρωδιές που δραπετεύουν από τα χαμηλά παράθυρα. Το μεσημεριανό ετοιμάζεται νωρίς εκεί.

 Το κρύο σαν να μας πιάνει άγρια απ’ το χέρι και να μας στέλνει πάλι πίσω, στη χοντρή κουβέρτα και στο ραδιόφωνο. Και τα σύννεφα ακόμα πάνω απ’ το κεφάλι να περιμένουν. Περιμένουν να καθίσουμε δίπλα σε μια ξυλόσομπα, να βγάλουμε το μακρύ παλτό, τα γάντια, το κασκόλ, το σκούφο, την τσάντα απ’ τον ώμο, τα θολωμένα γυαλιά, το κινητό απ’ την τσέπη, τα χαρτομάντιλα από την άλλη τσέπη, να αφήσουμε τη μυρωδιά του φρεσκοψημένου ελληνικού να τρυπήσει τα ρουθούνια μας αλλά να ζητήσουμε τσάι γιασεμί και κέικ με βλέμμα μικρού παιδιού σε κατάστημα παιχνιδιών, να διαλέξουμε ένα βιβλίο από την παλιά ξύλινη βιβλιοθήκη στο εισόγειο και να χωθούμε στη γωνία δίπλα στο παράθυρο ακούγοντας Ella. Αυτά περιμένουν για λίγο ακόμα.

Και τότε ανοίγουν σαν έτοιμα από καιρό και το σπίτι μοιάζει κανά δίωρο μακριά. Και τότε σκέφτεσαι πως όταν όλα τα σύννεφα έξω διαλύονται είσαι τυχερός που πρόλαβες και μπήκες σε ένα.


Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

Κλοπιμαία.

«’Η να τις κλέβεις.»

Η φωνή της και τα λόγια της αντηχούν ακόμα και τώρα μες στο κεφάλι μου. Ανάβω τσιγάρο και τραβάω δυο γερές ρουφηξιές.

-Γνωρίζεις ανθρώπους και τους ζητάς τις ιστορίες τους. Τους ζητάς τη ζωή τους.
-Πως ξέρεις με τι ασχολούμαι;
-(Σαν να μη με άκουσε καν) Όταν στην δίνουν, καλώς, έχεις κάτι να περνάς την ώρα σου. Κι όταν αρνούνται, απλά τις κλέβεις. Ύπουλα και υπόγεια. Και βγαίνεις πάντα κερδισμένος, έτσι;
-Δεν ακούγεται όμορφο έτσι όπως το λες.
-Αν ακουγόταν όμορφο δε θα μ’ άρεζε.

  Να σε ρωτήσω κάτι;
-Νομίζω δεν περιμένεις καν συγκατάθεση.
-(Χαμογελώντας αμυδρά) Ποιο ήταν το όνειρο σου όταν για πρώτη φορά κάθισες σε εκείνον το ξύλινο πάγκο εκεί μέσα;
-Ορίστε;

Συνέχισε να χαμογελά ελάχιστα και ασάλευτη συνέχισε να προχωρά χωρίς να με κοιτάξει καν.

-Δεν είχα. Ούτε όνειρα, ούτε φιλοδοξίες. Μόνο πάθος για τούτο το μικροσκοπικό σκονισμένο υπόγειο με τις τόσες ιστορίες.

Φυσικά και είχα, ακόμα έχω. Μα είναι από αυτά τα πράγματα που ποτέ δεν θα μάθεις για μένα.

-Ξέρεις κολύμπι;
Παρακαλώ; Μια έκφραση χαζής απορίας σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου-σίγουρα καθόλου γοητευτική. Απάντησα σχεδόν διστακτικά.
-Ναι, γιατί;
-Πάμε μέχρι την παραλία.

  Δεν κατάλαβα ποτέ αν ήταν ερώτηση ή κατάφαση, αλλά δεν ήθελα να συνεχίσω να χαλάω το μυστήριο με τις πεζές ερωτήσεις μου. Έβλεπα το αίνιγμα στα μάτια της-όποτε με κοιτούσε φευγαλέα-και μου άρεζε. Εκείνο το σταθερό, σίγουρο περπάτημά της, η τραχιά χροιά της φωνής της, το κατάλευκο δέρμα της και το αδύνατο, σχεδόν εύθραυστο σκαρί της. Στην παραλία λοιπόν. Δεν θα της χαλούσα χατίρι. Περπατούσαμε κάμποσο χωρίς να μιλάμε. Πλάι πλάι, οι ώμοι μας ίσα που ακουμπούσαν. Είχε ξημερώσει και τα σκουπιδιάρικα της πόλης ακούγονταν. Έξω από κανα δύο μαγαζάκια οι υπάλληλοι σκούπιζαν και έβγαζαν καρέκλες. Εμείς προχωρούσαμε.

   Όταν φτάσαμε στην παραλία, έβγαλε τα μαύρα σανδάλια της, τα ακούμπησε δίπλα σε έναν βράχο και γυρνώντας σε μένα μου έκανε νόημα γνέφοντας προς τη θάλασσα. Ήθελα να της πω να αφήσει τα παπούτσια κάπου αλλού μη τυχόν και της τα πάρουνε εκεί αλλά δεν μίλησα. Προχώρησα πίσω της, παραπατώντας στις πέτρες και βγάζοντας άγαρμπα τα πάνινα αθλητικά μου και τις κάλτσες.

-Θέλω να σου πω μια ιστορία. Κλεμμένη πάντα. Και όμορφη. Στα δικά μου μάτια τουλάχιστον.

Ratings and Recommendations by outbrain