Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

Κλοπιμαία.

«’Η να τις κλέβεις.»

Η φωνή της και τα λόγια της αντηχούν ακόμα και τώρα μες στο κεφάλι μου. Ανάβω τσιγάρο και τραβάω δυο γερές ρουφηξιές.

-Γνωρίζεις ανθρώπους και τους ζητάς τις ιστορίες τους. Τους ζητάς τη ζωή τους.
-Πως ξέρεις με τι ασχολούμαι;
-(Σαν να μη με άκουσε καν) Όταν στην δίνουν, καλώς, έχεις κάτι να περνάς την ώρα σου. Κι όταν αρνούνται, απλά τις κλέβεις. Ύπουλα και υπόγεια. Και βγαίνεις πάντα κερδισμένος, έτσι;
-Δεν ακούγεται όμορφο έτσι όπως το λες.
-Αν ακουγόταν όμορφο δε θα μ’ άρεζε.

  Να σε ρωτήσω κάτι;
-Νομίζω δεν περιμένεις καν συγκατάθεση.
-(Χαμογελώντας αμυδρά) Ποιο ήταν το όνειρο σου όταν για πρώτη φορά κάθισες σε εκείνον το ξύλινο πάγκο εκεί μέσα;
-Ορίστε;

Συνέχισε να χαμογελά ελάχιστα και ασάλευτη συνέχισε να προχωρά χωρίς να με κοιτάξει καν.

-Δεν είχα. Ούτε όνειρα, ούτε φιλοδοξίες. Μόνο πάθος για τούτο το μικροσκοπικό σκονισμένο υπόγειο με τις τόσες ιστορίες.

Φυσικά και είχα, ακόμα έχω. Μα είναι από αυτά τα πράγματα που ποτέ δεν θα μάθεις για μένα.

-Ξέρεις κολύμπι;
Παρακαλώ; Μια έκφραση χαζής απορίας σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου-σίγουρα καθόλου γοητευτική. Απάντησα σχεδόν διστακτικά.
-Ναι, γιατί;
-Πάμε μέχρι την παραλία.

  Δεν κατάλαβα ποτέ αν ήταν ερώτηση ή κατάφαση, αλλά δεν ήθελα να συνεχίσω να χαλάω το μυστήριο με τις πεζές ερωτήσεις μου. Έβλεπα το αίνιγμα στα μάτια της-όποτε με κοιτούσε φευγαλέα-και μου άρεζε. Εκείνο το σταθερό, σίγουρο περπάτημά της, η τραχιά χροιά της φωνής της, το κατάλευκο δέρμα της και το αδύνατο, σχεδόν εύθραυστο σκαρί της. Στην παραλία λοιπόν. Δεν θα της χαλούσα χατίρι. Περπατούσαμε κάμποσο χωρίς να μιλάμε. Πλάι πλάι, οι ώμοι μας ίσα που ακουμπούσαν. Είχε ξημερώσει και τα σκουπιδιάρικα της πόλης ακούγονταν. Έξω από κανα δύο μαγαζάκια οι υπάλληλοι σκούπιζαν και έβγαζαν καρέκλες. Εμείς προχωρούσαμε.

   Όταν φτάσαμε στην παραλία, έβγαλε τα μαύρα σανδάλια της, τα ακούμπησε δίπλα σε έναν βράχο και γυρνώντας σε μένα μου έκανε νόημα γνέφοντας προς τη θάλασσα. Ήθελα να της πω να αφήσει τα παπούτσια κάπου αλλού μη τυχόν και της τα πάρουνε εκεί αλλά δεν μίλησα. Προχώρησα πίσω της, παραπατώντας στις πέτρες και βγάζοντας άγαρμπα τα πάνινα αθλητικά μου και τις κάλτσες.

-Θέλω να σου πω μια ιστορία. Κλεμμένη πάντα. Και όμορφη. Στα δικά μου μάτια τουλάχιστον.

Ratings and Recommendations by outbrain