Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Let’s wander.

Πάμε;

Όχι Γκουαντανάμο, μέχρι ην πλατεία πάμε. Μέχρι τη θάλασσα, μέχρι το σινεμά. Άμα λάχει, πάμε και κανένα ταξίδι, να γνωρίσουμε πόλεις, χώρες, ανθρώπους, πλατείες διαφορετικές. Ωραία δε θα ‘ταν να ήταν η ζωή μας όλη ένα ταξίδι. Από αυτά που δεν χρειάζονται βαλίτσες ασήκωτες και εισιτήρια και προγράμματα και καθορισμένα δρομολόγια και καθορισμένες επισκέψεις και καθορισμένες στιγμές. Από αυτά τα ταξίδια που κάνουν οι ποιητές χωρίς αύριο, οι τρελοί και οι ζητιάνοι μουσικοί με την γεμάτη με ψιλά θήκη της κιθάρας.

Τολμάς άραγε; Τολμάω;

Πιάσε ένα σακίδιο και τρέχα στο σταθμό. Στα τρένα, ντε. Μόνο σ’ αυτά καταλαβαίνεις πως ταξιδεύεις. Τα αμάξια κουράζουν, τα αεροπλάνα είναι γρήγορα και τα πλοία βαρετά. Πάρε ένα βιβλίο για την διαδρομή και φύγαμε. Κάθε τόσο θα σταματάμε σε όμορφες πόλεις, θα εξερευνούμε τα στενάκια, τα σοκάκια, θα μπαίνουμε στα μουσεία και θα παίζουμε κρυφτό. Σαν παιδιά πάλι. Θα κοιμόμαστε σε φτηνά μοτέλ, σε σταθμούς και σε παγκάκια, σαν τους άστεγους. Το σπίτι μας θα ‘ναι το παντού και η γιάφκα μας το πουθενά.

Τολμάς;

Θα δούμε πολλά. Θα γίνουμε πιο σοφοί, να το ξες. Θα μάθουμε απέξω και ανακατωτά όλα εκείνα τα μαθήματα που χάσαμε στο σχολείο και θα χουμε ατέλειωτες ιστορίες να διηγούμαστε μετά. Μετά; Πότε μετά; Όχι εμείς δε θα επαναπαυτούμε, δεν θα γυρίσουμε στην αφετηρία, δεν θα στεριώσουμε σε κανέναν τόπο. Τις ιστορίες θα τις λέμε σε νέους που τώρα ξεκινούν ή στις γιαγιάδες που κάθονται και ψήνουν τον καφέ τους στις πλατείες. Θα εξιστορούμε τις περιπέτειες μας με φωτογραφίες και μουσικές, θα γίνουμε αρτίστες, θες;

Ε; Τι λες;

Μπορεί να ‘μαι μόνο εγώ αλλά ελπίζω να ‘μαστε πολλοί. Να γεμίζουμε από μόνοι μας ένα βαγόνι, γιατί όχι και δύο. Θα πάμε στην Σκωτία να δούμε τους στοιχειωμένους πύργους, στο Παρίσι να μυρίσουμε τα σκουπίδια δίπλα στον Σηκουάνα, στο Μόναχο να πιούμε μπύρες, στη Σκανδιναβία, στη Βόρεια Ευρώπη, στο Άμστερνταμ, στην Ισπανία, στα κανάλια της Βενετίας, στα τούρκικα τζαμί και τις ανατολίτικες αγορές, στα βιεννέζικα καφέ, στα παλάτια του κόσμου. Το χειμώνα θα ζούμε μες στο μετρό του Λονδίνου και το καλοκαίρι θα γυρνάμε στα λευκά νησιά. Θα περπατάμε μέχρι να ματώσουν τα πόδια μας, θα τραγουδάμε και θα μιλάμε για τις φιλοσοφίες των μεθυσμένων σοφών. Θα ‘μαστε τουρίστες και ταξιδευτές μαζί, παρόν, παρελθόν και μέλλον ταυτόχρονα, αυτό θα μαστε.

Τολμάω;

Δεν θα μας ανήκει τίποτα για αυτό και δε θα μας νοιάζει που θα ξυπνήσουμε την επόμενη μέρα. Φτάνει να ξυπνήσουμε και να το ζήσουμε. Ούτε τα λεφτά θα μας νοιάζουν, αφού έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να γυρίσουμε πίσω. Θα αλλάζουμε μέρα με τη μέρα. Θα υπάρχουν παντού αφορμές για να σκεφτόμαστε και να συζητάμε. Οι άνθρωποι θα έρχονται, θα φεύγουν, θα μένουν, θα αγαπούν, θα ταξιδεύουν μαζί μας, θα μας λείπουν. Αλλά εμείς θα χουμε τα ταξίδια μας να μας παρηγορούν, να μας προστατεύουν διώχνοντας τη ρουτίνα μακριά μας, να μας κρατούν συντροφιά και να μας δίνουν δύναμη όταν την χάνουμε κάπου ανάμεσα στα διάφορα λιμάνια. Αυτό είναι το όνειρο, με νιώθεις;

Κι ευχή είναι να τολμήσουμε.

Πάμε. Μην κάνεις κράτη. Θα αρχίσουμε από την πλατεία και που ξες…Ίσως μια μέρα να φτάσουμε και μέχρι το Γκουαντανάμο να πάρουμε τη φωτιά.




"ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΓΗΣ."

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Η ζωή μας.

Κατερίνα Γώγου-Τρία κλικ αριστερά

Η ζωή μας είναι σουγιαδιές
σε βρώμικα αδιέξοδα
σάπια δόντια ξεθωριασμένα συνθήματα
μπάσο βεστιάριο
μυρουδιές από κάτουρα αντισηπτικά
και χαλασμένα σπέρματα. Ξεσκισμένες αφίσες.
Πάνω-κάτω. Πάνω-κάτω η Πατησίων.
Η ζωή μας είναι η Πατησίων.
Το ROL που δεν ρυπαίνει τη θάλασσα
κι ο Μητροπάνος μπήκε στη ζωή μας
μας τον έφαγε η Δεξαμενή κι αυτόν
σαν τις ψηλόκωλες.
Εμείς εκεί.
Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε
την ίδια διαδρομή.
Ξευτίλα-μοναξιά-απελπισία. Κι ανάποδα.
Εντάξει. Δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε.
Μονάχα όταν βρέχει
βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλο μας. Και καπνίζουμε.
Η ζωή μας είναι
άσκοπα λαχανητά
σε κανονισμένες απεργίες
ρουφιάνους και περιπολικά.
Για αυτό σου λέω.
Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε
να μην την κοπανίσουμε. Να ζυγιαστούμε.
Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας ρε.
Μη. Βρέχει. Δωσ’ μου τσιγάρο.


Μη. Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας ρε.

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Υποσχέσεις

Οι υποσχέσεις σου στερέψαν; Καλύτερα. Δεν θέλω άλλες, μπούχτισα. Τα «θέλω» σου με χόρτασαν. Ψεύτη. Το ξέρω πως έχεις κι άλλες. Μη μ’ ακούς, ποτέ δε χόρτασα. Δεν υπάρχει κορεσμός. Δώσε μου μία ακόμα κι ας μην είναι από τις καλές, την αγοράζω όσο κοστίζει. Οι τσέπες μου ξεχειλίζουν απόγνωση και δάκρυα, την αγοράζω. Και στο πορτοφόλι έχω μπόλικο κάλπικο έρωτα, την αγοράζω. Πόσο κοστίζει πια; Τότε τις μοίραζες τζάμπα. Πάνε στην τράπεζα, ορίστε το κλειδί. Μα αφού η καρδιά μου δεν έχει κλειδαριά και το ξες καλά. Μπαινόβγαινες όποτε σου κάπνιζε. Ορίστε τώρα σου δίνω και τα κλειδιά και τα συμβόλαια και στην πουλάω. Μόνο δως μου μια απ’ τις υποσχέσεις σου. Ας είναι απ’ τις φθηνές, τις ψεύτικες, τις νοθευμένες…δε με νοιάζει. Μόνο δως την μου. Μ’ ακούς που σου φωνάζω, θα παρακαλάω στα χείλη σου και θα ζητιανεύω στο κρεβάτι σου, δως την μου. Αφού έχεις πολλές το ξέρω, δως μου να γεμίσω τις νύχτες μου. Τα τσιγάρα μου τελειώνουν γρήγορα και έτσι κι αλλιώς οι υποσχέσεις σου με σκοτώνουν πιο γρήγορα από αυτά. Δώσε μου. Πρεζάκι με κατάντησες. Τώρα δώσε. Τα δάχτυλα μου τρεμοπαίζουν στην σκανδάλη, δώσε.
"Ευχαριστώ. Θα ξανάρθω σε δυο βράδια. Αντίο."

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Ασπρόμαυρο πάζλ, απείρων κομματιών

Πάντα θεωρούσα πώς το να γράψεις ένα ποίημα είναι πιο εύκολο από ένα πεζό. Μια ασύνδετη και αφηρημένη μορφή, όμορφες και «εύθραυστες» λέξεις που σου δημιουργούν εικόνες υποσυνείδητα και αυτό είναι.Ένα γλυκό χάος μέσα στο οποίο ψάχνεις για νοήματα.

Σαν την αφηρημένη τέχνη. Μια πινελιά κόκκινου χρώματος σε έναν κάτασπρο καμβά και μπορεί να θεωρηθεί αριστουργηματικό.

Λίγη εμπιστοσύνη φτάνει να χεις, στη φαντασία του δέκτη. Ακόμη και αν για σένα ήταν μια απλή πινελιά για αυτόν μπορεί να είναι μια ολόκληρη κριτική για τον σύγχρονο κόσμο , μια πρωτόγνωρη κοσμοθεωρία, μια έμπνευση.

Αυτοί που δεν ξέρουν θα τρέξουν και θα λατρέψουν τα πάντα, θα παπαγαλίσουν την κριτική, την υποτιθέμενη κοσμοθεωρία σου.Θα την αντιγράψουν. Θα την κάνουν μόδα. Θα την εξυμνούν παντού, όλες τις ώρες, μέχρι να ξεφτίσει τελείως.

Αυτοί που ξέρουν θα αδιαφορήσουν. Ξέρουν, δεν ψάχνουν άλλο. Μπορούν να κρίνουν αλλά δεν αξίζει λένε.

Οι έξυπνοί θα ρίξουν μια ματιά και μετά θα επιστρέψουν και πάλι στις δικές τους σκέψεις. Το μήνυμα το πήραν.

Πόση σημασία έχει λοιπόν στις τέχνες-στη μουσική, στη λογοτεχνία, στη ποίηση, στον κινηματογράφο- η αρχική πρόθεση του δημιουργού;

Λίγη έως καμία;

Αν είναι έτσι γιατί επιμένεις να ψάχνεις μανιωδώς να βρεις εξηγήσεις και ερμηνείες για τα πάντα;

Γιατί να πρέπει να ξέρεις τι θέλει να πει ο ποιητής;

Τα πάντα είναι θέμα οπτικής γωνίας. Έτσι λένε.

Αν λένε αλήθεια τότε η ζωή σου μοιάζει με ένα πολυώροφο πολυγωνικό κτίριο με γυάλινους τοίχους.
Χιλιάδες γωνίες και αμέτρητοι όροφοι.
Αμέτρητα δωμάτια.

Κάπως βρέθηκες σε μια γωνιά στον τρίτο να παρατηρείς τον κόσμο που περνάει απ’ έξω. Μπορείς μάλιστα να πάς και μέχρι την απέναντι γωνία, να κοιτάξεις έξω και να δεις άλλον κόσμο να περνάει. Διαφορετικό.

Κάποιος, κάποτε, σε έβαλε εκεί μέσα χωρίς να σε ρωτήσει και χωρίς να σου δώσει τρόπο διαφυγής-ούτε σκάλες, ούτε πόρτα, ούτε ασανσέρ. Μπορείς να τριγυρνάς επ’ άπειρον μέσα στο δωμάτιο, να βλέπεις τη θέα και από τις τέσσερις μεριές του δωματίου μα πότε δεν θα δεις τον ήλιο όπως τον βλέπει αυτός στον 8ο όροφο.

Μπορείς όμως να αφήσεις τον ένοικο στον 8ο να σου περιγράψει τον ήλιο που βλέπει, να στον ζωγραφίσει, να σου τραγουδήσει τα συναισθήματα που του προκαλεί. Κι εσύ με τη σειρά σου να του πεις πως για σένα οι άνθρωποι δεν είναι γκρίζες πανομοιότυπες κουκίδες που τρέχουν γρήγορα άλλα έχουν διάφορες μορφές, διάφορα χρώματα, και δεν τρέχουν πάντα. Καμιά φορά στέκονται και χαζεύουν τους γύρω, τα δέντρα και τον ουρανό. Αν σε πιστέψει καλώς,. Αν όχι, φρόντισε να τον πιστέψεις εσύ.

Μόνο έτσι, ακούγοντας σιγά σιγά όλους τους ένοικους- την ήσυχη γιαγιά στον έβδομο, τον μικρό στον πρώτο, εκείνον τον ψηλό στον τέταρτο που δε μιλά τη γλώσσα σου, τον κλέφτη που έκλεισαν στο υπόγειο και την μελαγχολική κοπέλα με τα πράσινα μάτια και τα μακριά μαλλιά στο ρετιρέ- μπορεί κάποτε συναρμολογώντας τα σαν από πάζλ κομμάτια να καταφέρεις να φανταστείς πως μοιάζει ο κόσμος σου όταν τον κοιτάς απ’ έξω.

Πάντα θα βλέπεις βέβαια τις «γραμμές» του πάζλ ,πάντα θα σου λείπουν κομμάτια και ποτέ, μα ποτέ, δεν θα σαι σίγουρος πως το συναρμολόγησες σωστά άλλα πλέον όταν θα βρίσκεσαι μέσα στο δωμάτιο και όλα γύρω σκοτεινιάζουν θα μπορείς να κλείνεις τα μάτια και να φαντάζεσαι το πάζλ ολοκληρωμένο.

Ίσως τελικά για αυτό συνεχίζεις και επιμένεις να ψάχνεις μανιωδώς να βρεις εξηγήσεις και ερμηνείες για τα πάντα;

Ίσως για αυτό πρέπει να ξέρεις τι θέλει να πει ο ποιητής.

Για να συμπληρώσεις κάποτε το πάζλ.

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Ο λευκός βασιλιάς

Ευθεία στον ορίζοντα ξεπροβάλει ένας θεόρατος πύργος. Είναι τόσο ψηλός που καλύπτει κάθε αχτίδα φωτός. Κάποτε ίσως να ταν λευκός αλλά τώρα είναι μαύρος, σαν καμένος. Στα θεμέλια φαίνονται οι στάχτες.

Στη γωνία μια μάγισσα παραμονεύει. Τα μαλλιά της μακριά και στο χρώμα του εβένου. Όπως και τα μοχθηρά της μάτια. Τους μάγεψε όλους λένε και τώρα την αποκαλούν βασίλισσα.

Γύρω από τον πύργο υπάρχουν διασκορπισμένοι στρατιώτες με στολές φτιαγμένες από πίσσα και δυο καβαλάρηδες με μαύρες μπέρτες πάνω σε δύο άγρια κατάμαυρα άλογα.

Μπορείς να μυρίσεις τον πόλεμο και τον θάνατο στην ατμόσφαιρα.

Με κάθε βήμα του ο βασιλιάς είναι σαν να στήνει τη δικιά του παγίδα θανάτου.

Όλα τα μέτωπα είναι ανοιχτά και αυτός ανήμπορος να τα αντιμετωπίσει.

Έχει χάσει τα πάντα μα ακόμα δεν είναι έτοιμος να αποχαιρετήσει την Αλεξάνδρεια. *

Η μάγισσα ορμάει μπροστά και ξωπίσω ακολουθούν οι καβαλάρηδες.

Αναπολώντας τις περασμένες νίκες ο βασιλιάς στέκει ακίνητος, ασάλευτος.

Αλλά πρέπει να κάνει την τελευταία του κίνηση.

Ο χρόνος περνάει.

Η κλεψύδρα αδειάζει.

Οι δείκτες κινούνται δίχως κανέναν οίκτο.

Τελευταία κίνηση.

Αποχαιρέτα την.

Ένα βήμα μπροστά.


Ρουά ματ.


Τουλάχιστον πρόλαβε να αποχαιρετήσει την Αλεξάνδρεια.

Σημείωση: Πάντα προτιμούσα να διαλέγω τα λευκά πιόνια στο σκάκι. Κι ας έχανα. Οι λευκοί ήτανε πάντα οι καλοί.

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Beirut



Καιρό είχα να γράψω κάτι για μουσική. Με φάγαν οι λογοτεχνίες και οι μετακομίσεις βλέπεις. Αλλά εδώ είμαστε και πάλι, δυναμικά, για να επανορθώσουμε.

Στα σκαριά (όπου σκαριά βάλε τις ιδέες που χω στο κεφάλι μου) περίμενε εδώ και κάνα δίμηνο ένα συγκρότημα ονόματι Beirut-βλέπε Βηρυτός.
Οι Beirut λοιπόν μας έρχονται από Αμερική μεριά αν και με το πρώτο άκουσμα της μουσικής τους θα έκοβα το κεφάλι μου οτι πρόκειται για ευρωπαϊκής καταγωγής μουσικούς και δη ανατολοβαλκανικής προελεύσεως. Από ότι φαίνεται παρόλα αυτά ο μόλις εικοσικάτι Zach Condon, ιδρυτής του συγκροτήματος, ερχόμενος στα 17 του στην Ευρώπη για να ταξιδέψει και να γνωρίσει τον κόσμο, έτυχε να γνωριστεί με την Βαλκανική μουσική, τους ευρωπαϊκούς ήχους και τις παραδοσιακές μελωδίες δεκάδων χωρών- ευτυχώς για μας να λέμε. Γοητευμένος αν μη τι άλλο από την μοναδικότητα της μουσικής αυτής μαζεύει τους Beirut και ηχογραφεί το 2006 το πρώτο –και ως στιγμής κορυφαίο- άλμπουμ τους «Gulag Orkestar».

Με ένα από τα πιο όμορφα, αν όχι το ομορφότερο, εξώφυλλο δίσκου που έχω δει τα τελευταία χρόνια το «Gulag Orkestar» αναμφίβολα σε ταξιδεύει μέσα από τα 11 κομμάτια του σε γραφικά τοπία, σε ιστορίες ανθρώπων, σε ατελείωτες διαδρομές. Σε παραπέμπει σε σάουντρακ ευρωπαϊκού ρομαντικού κινηματογράφου και σου αφήνει λογής λογής συναισθήματα. Το ομώνυμο «Gulag Orkestar» σε εκπλήσσει ευχάριστα με την νοσταλγική (δεν θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω διαφορετικά) μελωδία του, σου συστήνει την ήρεμη και ακατέργαστη φωνή του Zach Condon και σε προετοιμάζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει. Το Prenzlauerberg φωνάζει Balkan, το Brandenburg θυμίζει υπαίθρια μπάντα στα πλακόστρωτα σοκάκια μικρής κωμόπολης, το Rhineland γεννά ένα πρωτόγνωρο αίσθημα ευτυχίας ανακατωμένο με δόσεις μελαγχολίας και όλα τα υπόλοιπα τραγούδια με τα παράξενα ονόματα (Mount Wroclai, The Canals of Our City και λοιπά) συμβάλλουν με τις «πολύχρωμες» συνθέσεις τους και την αίσθηση που σου αφήνουν στην δημιουργία ενός άλμπουμ το οποίο μπορείς να ακούς ξανά και ξανά χωρίς να σε κουράζει στο ελάχιστο.

Must: Μια γραφική πέτρινη αυλή, μια άνετη πολυθρόνα, ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και το «Gulag Orkestar». Ισως και ένα καλό βιβλίο.


Εν τω μεταξύ μαθαίνω πως οι Beirut πέρασαν και από Ελλάδα με τα τσέλο, τα ακορντεόν, τα ουκουλέλε (κάτι σαν μικρή κιθαρούλα που κρατάει ο Zach αφού όπως διαβάζω στη βικιπαίδεια εξαιτίας τραυματισμού στον καρπό δεν μπορεί να παίξει κιθάρα. «Πένυ πιας το ουκουλέλε!»-εμβόλιμο σχόλιο προς συγκεκριμένη αναγνώστρια.) και τα τύμπανά τους, αφήνοντας διφορούμενες εντυπώσεις και κάνοντας με να αναρωτιέμαι αν πρόκειται να ανακαλύψω ποτέ καναν μουσικό την ώρα που πρέπει και όχι 5 χρόνια μετά.

Οι Beirut συνεχίζοντας το 2007 κυκλοφορούν το δεύτερο άλμπουμ τους «Τhe flying club cup». Παραμένουν στο ίδιο ακριβώς στυλ που έχουν επιλέξει με λιγότερη ωστόσο-κατά την προσωπική ταπεινή μου άποψη-έμπνευση, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως ο δίσκος δεν ακούγεται ευχάριστα, ειδικά αν σου άρεσε το ντεμπούτο τους. Ανάλαφρο σε γενικές γραμμές με λαμπρές εξαιρέσεις τα Ιn the mausoleum, Cliquot, Guyamas sonora και Α sunday smile.

Must: Oτι πρέπει για χαλαρωτική υπόκρουση σε κουραστικά roadtrips. Απαραίτητο ένα καλό βιβλίο.

Από το 2007 είμαι σίγουρη πως ο πολυάσχολος Zach έχει κάνει πολλά περισσότερα πράγματα τα οποία δεν γνωρίζω ακόμη. Γράφοντας το κείμενο αυτό και κάνοντας την ανάλογη έρευνα έτυχε να διαβάσω σε κάποιο site κριτικών ένα σχόλιο που περιγράφει ακριβώς αυτό που συμβαίνει με τον πρώτο δίσκο των Beirut: “To "Gulag Orkestar" τις είχε τις στιγμές του, κι ας ήταν περισσότερο σε ενιαίο σόλο άλμπουμ παρά σε σύνολο τραγουδιών από όσο φάνηκε και καταλάβαμε, και γι' αυτό ένα χρόνο μετά δύσκολα θυμάσαι ένα τραγούδι του που να ξεχωρίζει πάρα πολύ, αλλά εύκολα περιγράφεις το στιλ του και πέφτεις ολότελα μέσα.”. Σκεπτόμενη λοιπόν το παραπάνω και έχοντας πρόσφατη στο κεφάλι μου την μικρή απογοήτευση του «Τhe flying club cup» αναρωτιέμαι το εξής:

Αξίζει άραγε να συνεχίζω να δίνω ευκαιρίες στους Beirut ευελπιστώντας σε κάτι φρέσκο και μοναδικό ρισκάροντας ωστόσο να συναντήσω μόνο το ίδιο μοτίβο επαναλήψεων μιας πετυχημένης συνταγής σε μελλοντικές νερόβραστες φόρμες που αν μη τι άλλο θα με απομακρύνουν ακουστικά από τις αρχικές και άκρως ερωτεύσιμες εκτελέσεις; Ή μήπως είναι καλύτερα να θυμάμαι τους Beirut μονάχα για την ανεπανάληπτη αίσθηση ενθουσιασμού και το κοκτέιλ συναισθημάτων που μου άφησε το «Gulag Orkestar»; Ιδού η απορία!



Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

Στην ταράτσα


Ανεβαίνεις, ανεβαίνεις, ανεβαίνεις…Ατελείωτα ξύλινα σκαλιά. Τρίζουν καθώς συνεχίζεις να ανεβαίνεις ελπίζοντας πως η θέα θα σε ανταμείψει στο τέλος. Προσπερνάς παλιούς σκονισμένους καναπέδες, παράθυρα με σπασμένα τζάμια και τοίχους που κλέψαν ζωή από κάτι παιδιά με σπρέι. Τα παρατηρείς όλα με την άκρη του ματιού σου.

-Συγκεντρώσου! Μπροστά είναι ο στόχος.
-Γύρω όμως είναι η ζωή.

Κι αν η σκουριασμένη πόρτα της ταράτσας είναι κλειδωμένη; Τα λουκέτα δεν ανοίγουν πια με τσιμπιδάκια.
Κι αν η θέα που περιμένεις να αντικρίσεις σε γελάσει;
Τι γίνεται αν σε εξαπάτησαν όλοι όσοι σου παν πως στην ταράτσα ετούτη κατοικούνε μάγισσες, νεράιδες, ξωτικά;
Έμαθες να ελπίζεις και να ονειρεύεσαι, δεν μπορείς να αλλάξεις πια.

Από μικρό τον λέγανε παράξενο. Έκανε πράγματα αλλόκοτα, που μόνο εκείνος καταλάβαινε. Καθόταν με τις ώρες στο παραθυράκι της σοφίτας κοιτώντας τον κήπο έξω και ονειρευόταν. Άλλοτε ξάπλωνε σε ταράτσες πολυκατοικιών – «εδώ τίποτα δεν μου κρύβει τον ουρανό», έτσι έλεγε – και χανόταν με τις ώρες. Μια μελαχρινή τον είχε πει κάποτε ρομαντικό. Αυτός προτιμούσε το παράξενος.

Ούτε στα μισά δεν έφτασες ακόμα. Το σακάκι σε ζεσταίνει. Ιδρώνεις. Πρώτη φορά το μυαλό σου είναι τόσο κενό-κενό από σκέψεις, από αναμνήσεις, ακόμη κι από όνειρα. Στα χαώδη σοκάκια των σκέψεων τα πάντα είναι νεκρά, σαν να έπεσε θανατικό παντού τριγύρω.
Το μόνο που υπάρχει εκεί μέσα είναι η εικόνα από το τελευταίο σκαλοπάτι. Αργεί ακόμα άραγε;

Με ένα βιβλίο παραμάσχαλα και τα ακουστικά στα αυτιά εξερευνούσε τον κόσμο. Ένα πικάπ θα ταίριαζε περισσότερο με το ρετρό κοτλέ σακάκι του και τη μακριά καμπαρντίνα που φορούσε συνεχώς. Είχε αφήσει γένια μερικών εβδομάδων και τα μαλλιά του είχαν μακρύνει λίγο. Έμοιαζε ώριμος και σοφιστικέ, ακόμη κι αν στην πραγματικότητα ήταν απλά ένα παράξενο παιδί.

Πάρε τσιγάρο.

-Σκοτώνει ξες.
-Εγώ είμαι νεκρός εδώ και χρόνια.

Η σκάλα στενεύει εδώ πέρα και τα σκαλιά τρίζουν ακόμα περισσότερο. Ένα βήμα κι ίσως να γκρεμιστούν όλα. Όπως γκρεμίστηκαν τα όνειρα σου.
Μα εσύ είπαμε, έμαθες να ελπίζεις και να ονειρεύεσαι, και δεν μπορείς να αλλάξεις πια. Ελπίζεις πως όταν φτάσεις εκεί πάνω και δεις ξανά τον ουρανό θα θυμηθείς πως ονειρεύονται οι άνθρωποι. Ελπίζεις πως θα θυμηθείς εκείνο το παράξενο παιδί.

Στο περβάζι του παραθύρου έχει ένα ασημένιο τασάκι. Μη το σβήσεις κάτω.

Τον καφέ του τον έπινε πάντα πολύ αργά- απολάμβανε το άρωμα του, και τη γεύση που άφηνε στα χείλη του. Ακόμα θυμάμαι τον τρόπο του. Το ντελικάτο νεύμα στο σερβιτόρο, την ήρεμη και βαθιά φωνή του, τις ανακριτικές ματιές στο χώρο…Τα πάντα του ανήκαν εκεί μέσα. Τα πάντα και οι πάντες. Σε γοήτευε και σε παραξένευε ταυτόχρονα. Ήταν από τους ανθρώπους που χαμογελούσαν με τα μάτια και μιλούσαν με τις πράξεις. Αγαπήθηκε πολύ. Και αγάπησε και αυτός.

Λαχάνιασες και το σακάκι σε ζεσταίνει ακόμα. Τώρα τρία σκαλιά πιο κάτω σκονίζεται ένα κουβάρι και εσύ συνεχίζεις να ανεβαίνεις. Ένα κοτλέ σακάκι. Βλέπεις φως ή είναι ιδέα σου; Οι παραισθήσεις σου είναι συχνές τώρα τελευταία οπότε καλύτερα να μην ενθουσιάζεσαι. Θυμάσαι τις προάλλες που πίστευες πως την είδες να κάθεται στο μπαλκόνι σου και να διαβάζει ποιήματα όπως τότε. Πως είναι δυνατόν;
Τα μάτια σου πονάν. Πονάν απ το φως, δεν είναι ιδέα σου τελικά. Ναι, το φως δυναμώνει σε κάθε σου βήμα. Πλησιάζεις.

Επιτέλους.

Την τελευταία φορά ήθελε να το φωνάξει από την ταράτσα.
Την άρπαξε από το χέρι και άρχισαν να τρέχουν. Ο αέρας έπαιρνε τα μακριά της μαλλιά και τα πετούσε μπροστά στο πρόσωπο του. Θυμάρι και λεβάντα.
Μέσα στην έρημη πολυκατοικία ακούγονταν μόνο τα βήματα και οι ανάσες τους καθώς ανέβαιναν τρέχοντας τα αμέτρητα σκαλιά. «Που πάμε;» είχε ακουστεί η φωνή της μέσα από τα λαχανητά. «Θα δεις.» της αποκρίθηκε με ένα παιχνιδιάρικο μειδίαμα. Λίγα σκαλιά ακόμα…λίγο ακόμα.

«Φτάσαμε.»

Έφτασες.

Η πόρτα είναι ξεκλείδωτη και η ταράτσα άδεια, όπως και τότε.


Σημείωση: Αν γράφαμε για αυτά που μας συμβαίνουν, η ζωή μας θα παραήταν ενδιαφέρουσα για να καθόμαστε να γράφουμε.

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Η πρώτη βροχή του χειμώνα

Σήμερα το πρωί που ξύπνησα έβρεχε. Και είχε κρύο. Όρμησα στην ντουλάπα ψάχνοντας για καμιά φούτερ μα το μόνο που βρήκα ήταν μια παλιά μαύρη ζακέτα. Τα μανίκια μου ναι λίγο κοντά αλλά ποιός νοιάζεται τώρα για τα μανίκια. Ήπια τον καφέ μου μονοκοπανιά και τώρα κάθομαι με τις ώρες και βλέπω τη βροχή. Δε λέει να σταματήσει. Που και που δυναμώνει για κάνα πεντάλεπτο και μετά ηρεμεί πάλι και το γυρνάει στο ψιχάλισμα. Απ’ το λάπτοπ ακούγεται στέρεο νόβα. Το κλεμμένο ποδήλατο. «Θα διασχίσεις ένα πρωινό τον κόσμο και θα ‘ναι πιο όμορφος και από ένα όνειρο…». Μάλλον δεν θα ‘ναι το σημερινό το πρωινό αυτό. Ανοίγω ελαφρά το παράθυρο-ίσα ίσα να μυρίσει το σπίτι λίγη βροχή- και ξαπλώνω ξανά στο κρεβάτι. Αν κάπνιζα θα ταίριαζε τώρα.

Κάτι τέτοια μελαγχολικά, μουντά πρωινά σου θυμίζουν πως χειμωνιάζει όπου να ‘ναι. Τώρα παίζει το «Ταξίδι της φάλαινας». Προσπαθώ να καταλάβω γιατί αυτός ο τίτλος. Από πότε ταξιδεύουν οι φάλαινες; Ωραίοι στίχοι. Αληθινοί.

Ξεχνιέμαι…

Πήγε 12 και ακόμα πέφτουν σταγόνες έξω. Μια στις τόσες περνάει κανένα αμάξι και μου θυμίζει πως υπάρχει ακόμα ζωή. Είμαι ξύπνια από τις 9 και ακόμα δεν έχει συμβεί τίποτα. Ούτε τηλέφωνο, ούτε κουδούνι, ούτε τους γείτονες ακούω σήμερα. Η playlist αρχίζει πάλι από την αρχή με τον Εξώστη. Νομίζω ότι θα πάθω κατάθλιψη αλλά δε με πειράζει. Αρνούμαι να ανοίξω την τηλεόραση. Όχι σήμερα.

Να ξεχαστώ ξανά στις σκέψεις; Γιατί όχι; Κανένα βιβλίο να πάω να αγοράσω αύριο, ξέμεινα. Άλλοι ξεμένουν από τσιγάρα και συμπόνια, εγώ ξεμένω από βιβλία και σινεμά. Α, κι από όνειρα καμιά φορά. Αλλά ευτυχώς βρίσκονται εύκολα αυτά-είναι φτηνά βλέπεις.

Φτηνιάρικα όνειρα για την ελίτ.

Κάτι πρωινά σαν τα σημερινά είναι ιδανικά για να αγοράσεις όνειρα. Μόνο πρόσεχε να μη σε ρίξουν. Να ψάξεις για αυτά που αν και μισοτιμής δείχνουν όμορφα μες στο δωμάτιο, το γεμίζουν χρώμα και φαίνονται αξίας. Θα τους ξεγελάσεις τους περισσότερους-αν είσαι τυχερός ίσως ξεγελάσεις και τον εαυτό σου.

«Μικρό Αγόρι». Μία η ώρα. Ακόμα ψιχαλίζει. Έτσι θα τη βγάλω σήμερα. Και αύριο. Ίσως και μεθαύριο. Θα γεμίσω τις μέρες μου με σκέψεις, αναμνήσεις, τραγούδια και βροχή. Θα ψάχνω ανάμεσα στους νευρώνες του εγκεφάλου μου να βρω κάτι που θα αξίζει. Κάτι πρωτότυπο, μια έμπνευση, ένα «κάτι». Μήπως να πάρω ναρκωτικά καλύτερα;

Δυνάμωσε πάλι η βροχή. Ακούγεται δυνατά τώρα. Ανοίγω εντελώς το παράθυρο και κάθομαι όρθια βλέποντας το ποτάμι που σχηματίζεται στο δρόμο. Θες κανό για να περάσεις απέναντι. Η ατμόσφαιρα μυρίζει ωραία…Ξεπλύθηκε η βρωμιά για την ώρα.

Κρύωσα. Πάω μέχρι τη ντουλάπα να φορέσω κάλτσες. Μπαίνοντας πάλι στο δωμάτιο το λάπτοπ συνεχίζει να παίζει.«Έξι η ώρα τα χαράματα ο εγωισμός μου δεν περνάει…». Κοιτάω το ρολόι πάνω απ’ το γραφείο. Στις 2 παρά είκοσι μια χαρά περνάει.

Το κινητό χτυπάει και τρομάζω. Επιτέλους.

Κλείνω το λάπτοπ.

Ακόμα δεν κατάλαβα γιατί το ταξίδι της φάλαινας.



Σημείωση: Στα Γιάννενα βρέχει πολύ και συνέχεια. Κάθε μέρα σχεδόν. Το κείμενο αυτό γράφτηκε στη Θεσσαλονίκη.

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

Το νου σου ε;













Το μυαλό είναι πάντοτε ο Στόχος. Και ήταν, και είναι, και θα ναι πάντα.

Γιατί και να σημαδέψεις στα πόδια και να ρίξεις και να τα πετύχεις, δεν κατάφερες και τίποτα σπουδαίο.
Το μυαλό φτιάχνει νέα πόδια, πιο γρήγορα και πιο γερά από πριν.
Τρέχουν, ταξιδεύουν, γνωρίζουν, αντέχουν.
Κλωτσάνε.
Κλωτσάνε δυνατά. Σε ρίχνουν κάτω αν χρειαστεί.
Και σημάδεψε πάλι αν θες.

Γιατί και να σημαδέψεις στα χέρια και να ρίξεις και να τα πετύχεις, δεν κατάφερες και τίποτα σπουδαίο.
Το μυαλό δημιουργεί νέα χέρια, πιο στιβαρά από πριν.
Αγγίζουν και φτιάχνουν. Γράφουν και ζωγραφίζουν. Αγκαλιάζουν.
Και σφίγγουν.
Σφίγγουν σφιχτά. Γύρω από το λαιμό σου.
Και σημάδεψε πάλι αν θες.

Γιατί και να σημαδέψεις στα μάτια και να ρίξεις και να τα πετύχεις, τίποτα σπουδαίο κατάφερες νομίζεις;
Το μυαλό χαρίζει νέα μάτια, πιο γαλανά από πριν.
Βλέπουν και αναγνωρίζουν και διαβάζουν. Και μπορούν να κοιτούν την αλήθεια.
Όχι δεν είναι τα μάτια το πρόβλημα, η αλήθεια είναι μαύρη.
Τόσο μαύρη που δεν θα το αντέξεις όταν στην δείξουν έτσι που σαι συνηθισμένος στο φως.
Δεν θα το αντέξεις.
Και σημάδεψε πάλι αν θες.

Γιατί και να σημαδέψεις στο στόμα και να ρίξεις…Ναι, το πέτυχες. Τίποτα σπουδαίο όμως δεν κατάφερες.
Μη χαίρεσαι.
Το μυαλό πλάθει νέο στόμα. Με φωνή πιο δυνατή από πριν.
Φωνάζει, φωνάζει, φωνάζει, φωνάζει, φωνάζει.
Τα αυτιά σου ματώνουν από τις φωνές.
Ησυχία.
Και σημάδεψε πάλι αν θες.

Γιατί και να σημαδέψεις στην καρδιά και να ρίξεις και να πετύχεις, δεν κατάφερες και τίποτα σπουδαίο.
Όχι δε δημιουργεί νέα καρδιά το μυαλό. Δε δίνει πνοή ξανά. Δε δίνει χτύπο.

Είναι τα πόδια που όλα μαζί μαζεύονται και προχωρούν με βήμα. Σταθερό. Σίγουρο.

Τρομακτικό.

Είναι τα χέρια που όλα μαζί ενώνονται, πιάνονται και σε περικυκλώνουν.

Φοβάσαι.

Είναι τα μάτια που όλα μαζί σε κοιτούν. Τα δικά σου μάτια κοιτούν. Τα τρομαγμένα.

Τρέμεις.

Γιατί χαμηλώνεις το βλέμμα;

Είναι τα στόματα που όλα μαζί συνεχίζουν να φωνάζουν. Να τραγουδούν.

Σαν τις σειρήνες που φωνάζαν του Οδυσσέα.

Μα εσύ δεν έχεις κερί. Ούτε κατάρτι.

Γιατί χαμηλώνεις το όπλο;

Είναι οι καρδιές. Δεν τις βλέπεις, ούτε τις ακούς. Ξες όμως ότι είναι οι καρδιές.


Και σημάδεψε πάλι αν θες.

Για αυτό σου λέω. Στο μυαλό είναι ο Στόχος. Το νου σου ε;

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

Το κράτος σκοτώνει με ηρωίνη



Πεθαίνοντας στις πλατείες λοιπόν.

Στις πλατειές ενός κράτους στο οποίο η αναμονή για ένταξη σε πρόγραμμα μεθαδόνης κατέχει το ρεκόρ των 7 χρόνων και 2 μηνών. Σημείωση πως σε όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές-αλλά και μη- χώρες η αναμονή για ένταξη στα ίδια προγράμματα είναι θέμα μόνο ημερών-ίσως εβδομάδων.

Στις πλατείες ενός κράτους στο οποίο τα πρεζάκια είναι απλώς πρεζάκια, εγκληματίες και τελειωμένες υποθέσεις.

Στις πλατείες ενός κράτους στο οποίο κανείς δεν θέλει απέναντι από το σπίτι του ένα κέντρο αποτοξίνωσης. «Να το πάτε αλλού. Μακριά από μας.»

Στις πλατείες ενός κράτους στο οποίο οι «ταμπέλες» μπαίνουν εύκολα και βγαίνουν δύσκολα – ή δε βγαίνουν καθόλου.

Στις πλατείες ενός κράτους το οποίο δεν έχει μάθει να κοιτά κατάματα τα προβλήματα του και να τα λύνει. Το μόνο που ξέρει καλά είναι να τα διώχνει. Σε άλλες γειτονίες, σε άλλες πλατείες…εκεί δε θα φαίνονται.

Ο Παντελής είναι 42 στα 43. Στις ουσίες από τα 17. Στη μεθαδόνη εδώ και 7 χρόνια. Κάποτε έγραφε ποιήματα, τραγούδια, μελετούσε…τώρα δεν μπορεί να βρει ενδιαφέροντα να γεμίζει τις ώρες του. Ξεχάστηκε «στο όνειρο, στο όμορφο, στο ωραίο, στο ειλικρινές» για αυτό δεν ξέφυγε τόσα χρόνια, έτσι λέει.Παρακαλάει τα λόγια να μην κοπούν στο μοντάζ. «Μέσα στα παιδιά και στον χώρο των τοξικομανών τρομερά διαμάντια υπάρχουνε, τρομεροί άνθρωποι, πολλές δυνατές προσωπικότητες. Και το μεγάλο λάθος εδώ είναι της Ελλάδας. Έφαγε τα παιδιά αυτά.»

Ο Γιάννης είναι μουσικός. Στην πρέζα από τα 18. Στη μεθαδόνη 16 χρόνια. Ξέρει πολλούς…Και τον Πρίγκιπα ήξερε. Πια έχει βαρεθεί να πηγαίνει σε κηδείες.

Η Λούλα είναι 33. Τη πρέζα την έμαθε στα 14. Στη μεθαδόνη είναι εδώ και ένα χρόνο μετά από αναμονή 9(!)ετών. Ναι καλά διαβάσατε…μετά από 9 χρόνια το κράτος αποφάσισε ότι έπρεπε να σωθεί. Πόσοι άραγε δεν πρόλαβαν να σωθούν; Πόσοι δεν άντεξαν;

ΑΠΛΑ ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΕΚΠΟΜΠΗ! http://www.megatv.com/article.asp?catid=14693#toppage
(όπως επίσης http://www.megatv.com/erevna/article.asp?catid=17210&subid=2&pubid=5122778 )



μαζί με την «Ηρώων» και την «Ελευθερίας» θα φτιάξετε του Γιάννη μια πλατεία «Αδιαφορίας»

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

Το καλοκαιρινό

Καλοκαίρι

· Αυτή η ανακατεμένη μυρωδιά αντηλιακού και θάλασσας στην τσάντα παραλίας σου.

· Γρανίτα φράουλα και μια κανάτα ice tea λεμόνι.

· Πρωινό με κρουασάν και μαρμελάδα στο μπαλκόνι ή στη βεράντα.

· Το σημάδι από το μαγιό.

· Το ηλιοκαμένο ή απλά το –καμένο- δέρμα.

Ελευθερία.

· Η ψαλίδα και οι κατεστραμμένες άκρες των μαλλιών.

· Τα «παλαμάκια» μες στη μαύρη νύχτα, κάτω από τα σεντόνια, μπας και το πετύχεις το γαμωκούνουπο.

· Ξημέρωμα στην παραλία με μπυρόνια και καλή παρέα.

Ηρεμία.

· Καρπούζιιιιιιιιι.

· Manu και Bob.

· Η γεύση μέντας στο μοχίτο.

· Οι σκασμένες φτέρνες.

· Να περπατάς ξυπόλυτος στο σπίτι.

· Το φαγητό της γιαγιάς.

Τρέλα…Πολύ τρέλα.

· Αγωνία, ξερή, μπλόφα και Παλέρμο.

· Φραπεδιές στην παραλία, στο καφέ, στο beach bar, στο σπίτι και στο δρόμο.

· Τα πανηγύρια στη Χαλκιδική – πάγκοι με κοσμήματα, ρούχα, παιχνίδια. Λουκουμάδες και καραμελωμένοι ξηροί καρποί.

· Οι καλοκαιρινές συναυλίες.

· Αυτές οι ρομαντικές κιθάρες και το πασπαρτού «Φιλαράκι».

Η απρόσμενη ερημιά της πόλης.

· Μια απλωμένη μωβ πετσέτα που γεμίζει άμμο ως δια μαγείας κάθε 5 δευτερόλεπτα.

· Ορθάνοιχτα παράθυρα.

· Χορός, χορός, χορός.

· Να βρίσκεις το ΑΠΟΛΥΤΟ soundtrack για τις διακοπές σου.

· Νέες γνωριμίες, νέοι φίλοι, νέοι έρωτες.

· Φωτογραφίες με την παρέα σου στη θάλασσα. Θα νοσταλγήσεις κάποτε.

· Να χορεύεις ξυπόλυτος στην άμμο.

Ανεμελιά.

· Να παρακαλάς να πέσει εκείνο εκεί το αστέρι μπας και κάνεις καμιά ευχή.

· Αυτή η παντελής έλλειψη ρουτίνας.

· Να περπατάς ή να ποδηλατάρεις χαράματα σε έναν άδειο αυτοκινητόδρομο.


Μεθυσμένες φιλοσοφίες και υποσχέσεις.

· Κίνηση, χαμός, μικρά μπλε τραπεζάκια να γεμίζουν τους δρόμους.

· Παγωτό με γεύση ρετσίνα κόλα.

· Να πίνεις βυσσινάδα αράζοντας σε ξύλινες καρέκλες με το πρόσωπο στον ήλιο.

Ξεγνοιασιά.

· Πολύχρωμα κινέζικα φαναράκια κρεμασμένα στα δέντρα της αυλής.

· Κοκορομαχίες.

· Κλειστή τηλεόραση, κλειστός υπολογιστής, off line.

· Το ράδιο ανοιχτό…εκεί, να παίζει, μέρα νύχτα. Ρετρό.

· Ένα σταυρόλεξο για 5 άτομα.

· Ύπνος. Μεσημέρι ξυπνώ.

Επιστροφή. Μελαγχολία.

· Ιδέες, εικόνες, λέξεις.

· Να αφήνεις τις λέξεις να πετάνε.

· Μέρες παράξενες.

· Όλες αυτές οι ταινίες που θελες να δεις, τα βιβλία που θελες να διαβάσεις, οι μουσικές που θελες να ακούσεις και δεν είχες το χρόνο.

· Λάθη που φωτοβολούν από μακριά σαν πινακίδες νέον.

· Αυτιά βουλωμένα από τις βουτιές.

· Αυτιά που αρνούνται να ακούσουν. Καρδιές που αρνούνται να υπακούσουν.

· Χαβάη, Κούβα, Ιμπιζα. Μύκονος και Σαντορίνη.

Θαυμάσιες μέρες.


31 Αυγούστου 2011

Σε κάτι ώρες το καλοκαίρι τελειώνει επίσημα. Ή μάλλον για μας ανεπίσημα.

Σεπτέμβριος εν όψει…Φθινόπωρο. Η νοσταλγία του καλοκαιριού έχει ήδη αρχίσει. Όχι, δεν τελείωσε το καλοκαίρι. Απλά…άλλαξε. Οι δρόμοι της πόλης αντικατέστησαν τις παραλίες, ο ήχος των κυμάτων και οι μουσικές από το beach bar μετατράπηκαν σε κόρνες αυτοκινήτων και σε μπαλκονο-συζητήσεις χαρωπών νοικοκυρών, η κανονική σου παρέα ήρθε και πάλι στο προσκήνιο αφήνοντας ένα βήμα πίσω την καλοκαιρό-παρέα. Έρχονται άλλα τώρα. Σχέδια και ιστορίες από τις διακοπές και reunion παλιών συμμαθητών και η καλοκαιρινή διάθεση να μη λέει να φύγει. Και γιατί να φύγει; Σαββατοκύριακα σε εξοχικά, τσάρκες δίπλα στο Θερμαϊκό, συναυλίες, σινεμά και όνειρα.

Και γιατί να νοσταλγείς τα περασμένα; Αφού και εδώ είναι το ίδιο ωραία αν το θες.

Ναι καλά άκουσες!

ΚΑΙ εδώ είναι ωραία μίστερ – κι ας μην είναι δίπλα στα κύματα!



“Χιπ χοπ, χάνομαι

μες στα δίχτυα πιάνομαι

απόψε πέθανα

με βρήκανε στην αμμουδιά

δίπλα στα κύματα…

Εδώ είναι ωραία ε;”

Κυριακή 21 Αυγούστου 2011

Mouzou for Mouzourakis

“Θα έρθει και θα γίνει χαμός,
δε θα ναι πολύπλοκος μα ούτε απλός,
δε θα ναι ασπρόμαυρος μα ούτε και γκρι,
θα παίζει με χρώματα που θέλεις εσύ.
Ο κόσμος του παγώνει, ωπα, ωπα πας να πέσεις
μια στιγμή ισορροπίας, ορθώνει και τη μέση,
φοβάται πιο πολύ να μη βγαίνει στη σκηνή,
βουτάει το μικρόφωνο σαν να ‘ταν κεραυνός,
ποτέ δεν είναι λάθος, ποτέ του πιο σωστός.
Ποτέ δεν είναι λάθος, ποτέ του πιο σωστός. Μάντεψε ποιος!”

Έτσι λοιπόν μας πρωτοσυστήθηκε ο μεσιέ Μουζουράκης- Mouzou για συντομία. Και να που ναι καλός τελικά…πολύ καλός.

Όταν είχα πρωτακούσει τα τραγούδια του –όχι παλιά, παν 6 μήνες το πολύ- είχα λατρέψει εκείνο το μαύρο το παλτό, είχα ταξιδέψει μέχρι τη Σελήνη με τη μικρή του μάγισσα, είχα μελαγχολήσει λίγο με μια Σαββατιάτικη εκδρομή, είχα παρατηρήσει την πόλη μέσα από τα παράθυρα του λεωφορείου κρατώντας στο χέρι τον καφέ και ακούγοντας την Αϋπνία…ααα και ναι! είχα σκάσει στα γέλια ακούγοντας τον να παρακαλάει “…και περιμένω μωρό μου να ρθεις να τους πεις, πως είσαι καλά, ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΣΑΛΑΜΙ και ζεις.”

Και μετά ήρθε το «Φίλα με ακόμα». Για να ‘μαι απόλυτα ειλικρινής πότε δεν μπόρεσα να καταλάβω το χαμό που έγινε με αυτό το τραγούδι. Και για να προλάβω κακοπροαίρετα σχόλια δηλώνω πως τον Μουζουράκη τον εκτιμώ δεόντως-μετά το «Μαύρο παλτό» βασικά-όπως και τον Μαραβέγια-εδώ νομίζω μετά το solo στο «Πού να βρω μια να σου μοιάζει»-άλλα πώς να το κάνουμε; σε αντίθεση με όλη την υπόλοιπη Ελλάδα ακόμα δεν μπόρεσε να με πείσει ένα τραγούδι που δε στέκει συντακτικά καλά καλά. Τι θα πει «Φίλα με ΑΚΟΜΑ»; Ακόμα μια φορά; Ακόμα λίγο; Τί ΑΚΟΜΑ;

Και ξαφνικά να σου ο Mouzou εδώ, να σου ο Mouzou εκεί, να και η Σολωμού στο κλιπ, οοο χαμός, πανικός, φίρμα ο Mouzou. Μέχρι και στον Κωστόπουλο τον πέτυχα μια μέρα. Εεε ήταν και ο Παπακαλιάτης κάπου στη μέση, πολύ θέλει;«Πάει, ξεπουλήθηκε και αυτός.» λέω και στριμώχνω τον δίσκο του – τον Ιπτάμενο- βαθιά στα έγκατα του υπολογιστή μου, μαζί με άλλους δίσκους που πιθανόν να κάνω πολύ πολύ καιρό για να ακούσω.

Έλα όμως που η τύχη τα θέλει αλλιώς και ελλείψει internet, συνεπώς ελλείψει νέων μουσικών οριζόντων, αναγκάστηκα να ξεθάψω τον δίσκο τον ιπτάμενο και να του δώσω μια ευκαιρία. Το λοιπόν;
Μπορεί ο δίσκος να είχε τρία τραγούδια λιγότερο από τον πρώτο, μπορεί να μη βρήκα ένα διάδοχο του Μαύρου παλτού, μπορεί να μη γέλασα τόσο όσο στο «Σαλάμι» ΑΛΛΑ, γιατί παντού υπάρχει ένα ΑΛΛΑ,

Κουνήθηκα ωσάν ξεβιδωμένη στον αισιόδοξο, τρελιάρικο, ξεσηκωτικό ρυθμό του «Μεσημέρι ξυπνώ» (το 2.58 γιατί το 1.11 ακόμα απορώ πως βρήκε μια θέση μέσα στο δίσκο).

Χαλάρωσα βραδάκι αγναντεύοντας τα κύματα υπό τους ήχους του «Δώσε σημασία».

Επισκέφτηκα ρόκ εποχές στα κουπλέ ενός μπαρ με αριθμό 55.

Ονειρεύτηκα μια “ψυχή γυμνή σε μια σοφίτα” και “μια ζωή που πάει και πάει και πάει και πάει και πέφτει στον τοίχο και σπάει σε κομμάτια μικρά και γελάει”.

Και τέλος μετά από κανα δυο μπύρες ακόμα τραγουδάω φαλτσάροντας «…και γινήκανε πλημμύρες, μας τελείωσαν οι μπύρες, και βραχήκαν τα τσιγάρα, δεν ανάβουν οι αναπτήρες…»

Οπότε ξαναρχόμαστε στο προαναφερθέν…ρε είναι καλός τελικά ο Μουζουράκης. Δεν ξέρω πως άλλα με κάποιον περίεργο τρόπο κατάφερε να συνδυάσει παλιομοδίτικα τζαζ στοιχεία με έξυπνους, χιουμοριστικούς στίχους και φυσικά την δικιά του ιδιαίτερη χροιά με τον επίσης ελαφρώς «τζαζ» χαρακτήρα του και έκανε όλο αυτό το πακέτο να δουλέψει.

Ο κύριος «τζάμπα» έχει κατορθώσει λοιπόν να σφηνώσει μέσα στις γκρίζες, μονότονες ζωές μας πολύχρωμες νότες αισιοδοξίας και τρέλας- κάτι που του περισσεύει άλλωστε- και να μας κάνει να χαμογελάσουμε και λίγο.

Για κάποιους είναι μια δόση απρόσμενης «δροσοφρεσκάδας», για άλλους ένας ζητιάνος γεννημένος για σκηνή, ένα αεράκι ανανέωσης στην ελληνική μουσική σκηνή, είναι μέρος μιας νέας μουσικής ελπίδας…

Όμως για μένα πάντα ΜΑ ΠΑΝΤΑ θα παραμένει ο πιο κατάλληλος σχιζοφρενής, ψυχοπαθής, ψυχάκιας δολοφόνος σε ταινία τρόμου. Well, he’s just got that look.


Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

2 Days in Paris

Τη Julie Deply την αγαπώ νομίζω από τότε που πρωτοείδα το Before sunrise. Ξανθιά γαλλιδούλα που μιλάει αγγλικά με μια ελαφριά γαλλική προφορά και φλερτάρει με τον Ethan Hawke σε βιεννέζικα μονοπάτια.

Αρκετά χρόνια μετά και τα βιεννέζικα μονοπάτια μετατρέπονται σε σοκάκια του Παρισιού. O Ethan είναι συγγραφέας πλέον, πιο μεγάλος, πιο ώριμος, πιο γοητευτικός. Και η Julie όμως δεν πάει πίσω…το ίδιο όμορφη με τότε απλά κάπως πιο σοφιστικέ, πιο συνειδητοποιημένη, πιο δραστήρια…πιο γυναίκα.

Μετά τη χάνω τη Julie

Και να που ξαφνικά μαθαίνω πως η Deply έγινε και σκηνοθέτης, και πρωταγωνιστεί και στην ταινία της.

2 Days in Paris.Ένα ζευγάρι, μια πόλη, 2 μέρες…θυμίζει τίποτα;

Παρότι οι πρώτες περιγραφές μου θύμισαν ομολογουμένως τα Before sunrise/before sunset, τώρα, δυο μέρες μετά την προβολή της ταινίας, συνειδητοποιώ τον λόγο που μια κατά τα άλλα σχετικά μέτρια ταινία μου άρεσε τόσο πολύ.

Το σενάριο, οι διάλογοι, οι νευρωτικοί, γκρινιάρηδες και μίζεροι πρωταγωνιστές, οι σχέσεις τους, τα ερωτικά αδιέξοδα στα οποία οδηγούνται, το Παρίσι, τα “αθώα” ψέματα, το ιδιαίτερο χιούμορ, οι ευτράπελες καταστάσεις…όλα μα όλα φαίνονταν να φωνάζουν «Ναι λοιπόν! Λατρεύω τον Woody Allen

Μέχρι και ίδια η Julie έφερνε κάπως του Woody μπορώ να πω. Με τα τεράστια γυαλιά πατομπούκαλα, την γρήγορη ομιλία - ελλείψει τραυλίσματος, ευτυχώς για μας- και τις ξαφνικές κρίσεις πανικού (ναι, ναι, και ο Woody πιθανόν να ήταν αλλεργικός στα γαλλικά μύδια) θα μπορούσε να είναι άνετα μια θηλυκή καρικατούρα του πολυαγαπημένου Woody Allen.

Αντάξιος του ρόλου του επίσης νευρωτικού, ζηλιάρη, υποχόνδριου, επιρρεπή στις ασθένειες, Αμερικανού συντρόφου της Deply, ο Adam Goldberg - τον οποίο είμαι σίγουρη πως έχω δει κάπου αλλού…αλλά που; - έχει έναν μοναδικό τρόπο να σε κάνει να μοιραστείς τα βάσανα του και να τον συμπονέσεις. Απόλυτα πειστικός, τρομερά αστείος –ελάτε παραδεχτείτε το! Μόνο και μόνο το ύφος του σε κάνει να θέλεις να γελάσεις- και μοναδικά απολαυστικός στην προσπάθεια του να βρει ποιο ζευγάρι γυαλιά ηλίου φέρνει περισσότερο στον Γκοντάρ.

Το Παρίσι φαίνεται πανέμορφο μέσα από την κινηματογραφική κάμερα, όπως πάντα άλλωστε. Μια νέο-μποέμικη ζωή, ένα τσούρμο καλλιτεχνών –φωτογράφοι, σχεδιαστές, ζωγράφοι και ποιητές- και μερικοί «ελαττωματικοί» ταξιτζήδες πού άλλου θα μπορούσαν να ταιριάξουν καλύτερα από ότι στο κέντρο του Παρισιού; Στο background το Pere Lachaise , η αγορά, μια petit ρετρό γκαρσονιέρα, το μετρό, οι όχθες του Σηκουάνα, γκαλερί, McDonalds, βεράντες, πλατείες, σοκάκια…φαίνεται να κλέβουν λίγο το ενδιαφέρον από τους χαρακτήρες.

Η ταινία είναι εν μέρει μια κριτική πάνω στις σύγχρονες σχέσεις, στο πως αυτές μπορούν να αλλάξουν από τη μια μέρα στην άλλη και στο τι μερίδιο έχει ο καθένας στην αλλαγή αυτή. Πόσο συμβάλει η καθημερινότητα και η ρουτίνα και πόσο τα ίδια τα άτομα.

Μέσα από την περίληψη μιας τετράωρης συζήτησης ξεδιπλώνονται με τα πιο απλά λόγια οι βαθύτεροι φόβοι του καθενός, οι πιο ενδόμυχες σκέψεις, τα πιο αληθινά λόγια μέσα σε μια σχέση για να καταλήξουν σε πληγωμένα συναισθήματα και σε άλλη μια «χαμένη ιστορία αγάπης». Ή μήπως όχι; Μήπως οι ιστορίες αγάπης που μοιάζουν «χαμένες» είναι οι πιο αληθινές; Στο κάτω κάτω ποιός θέλει ένα μεγάλο ψεύτικο χολιγουντιανό φινάλε;

Φτάνει απλώς ένα happy ending.


“…and even if this person bugs you 60% of the time, well, you still can’t live without him. And even if he wakes you up every day by sneezing right in your face, well, you love his sneezes more than anyone else’s kisses.”

Ratings and Recommendations by outbrain