Πρώτη φορά τα σύννεφα
μοιάζουν τόσο κοντά. Κατέβηκαν απ’ τη στρατόσφαιρα πάνω απ’ τα κεφάλια μας και
περιμένουν. Περιμένουν να πιούμε ευλαβικά και την τελευταία γουλιά απ’ τον
πρώτο καφέ της μέρας, να χαζέψουμε τον
άδειο δρόμο απέναντι, να παραμερίσουμε λίγο την κουρτίνα αφήνοντας αυτό το
χειμωνιάτικο πρωινό παγωμένο φως να εισβάλει στο δωμάτιο. Η πάχνη σκεπάζει κανά
δύο αμάξια που είπαν να λουφάρουν σήμερα και μια χοντρή ζεστή κουβέρτα σκεπάζει
όλους εμάς που είπαμε να λουφάρουμε –και- σήμερα. Έχουμε δικαιολογία βεβαίως το
διάβασμα, κι ας είναι μυθιστόρημα για αυτό το πρωινό. Κι ο ύπνος ακόμα, όμορφη
δικαιολογία είναι. Περιλαμβάνει όνειρα.
Το ραδιόφωνο δυναμώνει και τα
χέρια τεντώνονται. Μια λίστα μισοτελειωμένη περιμένει στο τραπέζι, μαζί με
στοίβες σημειώσεων, δυο μπλε στυλό και κάτι παλιούς λογαριασμούς.
Ξεκαθαρισμένους από καιρό ευτυχώς. Μια βόλτα και ένα παραπάνω τικ θα προστεθεί
στη λίστα.
Δεν κυκλοφορεί πολύς κόσμος
έξω και η ερημιά κάνει την πόλη πιο όμορφη. Δύο τρία σκυλιά μονάχα έβγαλαν
βόλτα τους αγουροξυπνημένους ακόμα ιδιοκτήτες τους. Μια λακκούβα γεμάτη με νερό, κιτρινισμένα φύλλα
και μια σχισμένη αφίσα συναυλίας. Η αντανάκλαση του συννεφιασμένου ουρανού
μοιάζει με δίδυμη αδερφή του που δεν σ’ αφήνει να καταλάβεις το σημείο που αέρας
και νερό γίνονται ένα.
Ούτε στα σοκάκια-αυτά που το
καλοκαίρι σφύζουν από φωνές, βρισιές και υποσχέσεις-έχει κόσμο. Μια γκριζωπή
γάτα που τριγυρνά ήσυχη γύρω απ’ τα σκουπίδια και ένας σκυθρωπός,
καμπουριασμένος γέρος που πέρασε βιαστικά από δίπλα της τρομάζοντας την είναι
ότι πιο κοντινό σε ζωή μπορείς να εντοπίσεις. Μαζί με λίγες μυρωδιές που δραπετεύουν
από τα χαμηλά παράθυρα. Το μεσημεριανό ετοιμάζεται νωρίς εκεί.
Το κρύο σαν να μας πιάνει
άγρια απ’ το χέρι και να μας στέλνει πάλι πίσω, στη χοντρή κουβέρτα και στο
ραδιόφωνο. Και τα σύννεφα ακόμα πάνω απ’ το κεφάλι να περιμένουν. Περιμένουν να
καθίσουμε δίπλα σε μια ξυλόσομπα, να βγάλουμε το μακρύ παλτό, τα γάντια, το
κασκόλ, το σκούφο, την τσάντα απ’ τον ώμο, τα θολωμένα γυαλιά, το κινητό απ’
την τσέπη, τα χαρτομάντιλα από την άλλη τσέπη, να αφήσουμε τη μυρωδιά του
φρεσκοψημένου ελληνικού να τρυπήσει τα ρουθούνια μας αλλά να ζητήσουμε τσάι
γιασεμί και κέικ με βλέμμα μικρού παιδιού σε κατάστημα παιχνιδιών, να
διαλέξουμε ένα βιβλίο από την παλιά ξύλινη βιβλιοθήκη στο εισόγειο και να
χωθούμε στη γωνία δίπλα στο παράθυρο ακούγοντας Ella. Αυτά περιμένουν για λίγο ακόμα.
Και τότε ανοίγουν σαν έτοιμα
από καιρό και το σπίτι μοιάζει κανά δίωρο μακριά. Και τότε σκέφτεσαι πως όταν
όλα τα σύννεφα έξω διαλύονται είσαι τυχερός που πρόλαβες και μπήκες σε ένα.