-Τι σε θυμώνει σήμερα; Πες μου λίγο.
-Με εσένα θυμώνω. Με εσένα.
Που αδιαφορείς, που βολεύεσαι στο εύκολο, που βαριέσαι,
που φωνάζεις και που δεν φωνάζεις,
που μένεις αδρανής, που δεν νοιάζεσαι παρά μόνο όταν σε
βλέπουν,
που δεν σκέφτεσαι,
που δεν διαβάζεις, που δεν ακούς.
Που πετάς σκουπίδια στο δρόμο, που βρίζεις χωρίς λόγο,
που δεν σέβεσαι.
Που δεν θέλεις να μάθεις, δεν θέλεις να δεις.
Που δεν θέλεις να αλλάξεις. Που δεν θέλησες ποτέ να
αλλάξεις.
Που δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξεις.
Με εσένα θυμώνω, σου λέω.
Που δεν εκτιμάς.
Που υπερεκτιμάς το τίποτα και υποτιμάς τα αληθινά.
Που γκρινιάζεις, που μιζεριάζεις,
που ζεις σε ένα κουτί με σφραγισμένες πόρτες
και κατεβασμένες γρίλιες. Που είσαι ευχαριστημένος.
Που οργίζεσαι και που δεν οργίζεσαι.
Που δεν γελάς.
Που δεν κλαίς.
Που δεν νιώθεις.
Που καπνίζεις και πίνεις σαν μην υπάρχει αύριο.
Και αγαπάς σαν να χεις όλο τον καιρό μπροστά σου.
Λίγο, λίγο. Μέχρι να στερέψει κι ο καιρός απότομα.
Μόνο με εσένα θυμώνω.
Που ζεις όπως πρέπει. Όπως σου είπαν πως πρέπει.
Και που ξεχνάς κάθε φορά που ανοιγοκλείνεις τα βλέφαρα.
Που κρίνεις αλλά δεν κρίνεσαι.
Που δεν είχες ποτέ επιθυμίες. Που δεν κυνήγησες ποτέ το
άπιαστο.
Που δεν ρισκάρεις από φόβο μην χτυπήσεις.
Από φόβο μην σκιστεί το δέρμα σου
και φανεί ότι έχεις κρύψει για χρόνια από κάτω.
Που δεν ζεις.
Που δεν το ζεις.
Και που νομίζεις στα αλήθεια πως ζεις.
Συνέχεια με εσένα θυμώνω.
Με εσένα που επαναπαύεσαι, που βουλιάζεις και σου αρέσει.
Που δεν σε ξυπνούν πια ούτε ρολόγια, ούτε φωνές, ούτε εφιάλτες.
Που δεν αρχίζεις να τρέχεις και να τρέχεις μέχρι να ακούσεις
την καρδιά σου να χτυπάει. Και που δεν θα καταλάβεις.
Θυμώνω που δεν καταλαβαίνεις.
Που κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις.
Και που συγκατοικείς με τη συνήθεια.
Με αυτά θυμώνω, κι άλλα τόσα που δε χωράν στις λέξεις. Δεν
θέλω να σπιλώσω τις λέξεις μου με αυτά. Να τις αφήσω καθαρές
και αποστειρωμένες θέλω.
Εσύ με τι θυμώνεις;
-Με τις καθαρές και αποστειρωμένες λέξεις θυμώνω. Και με τη
μελάνι που δεν τρέχει απ’ το χέρι μου για να γεμίσω τους άσπρους τοίχους
θυμώνω.
Με εσένα όμως θυμώνω πιο πολύ από όλους.
Που δεν με βλέπεις ποτέ όταν κοιτάζεις τον καθρέφτη σου.
Σημείωση: Ευτυχώς που ναι και κάποιοι περαστικοί, κάποιοι
ταξιδευτές, κάποιοι νομάδες ∙ που καθαρίζουν τους καθρέφτες και σε κρατούν
ακίνητο μπροστά τους μέχρι να μπορέσεις να δεις. Όσο κι αν χρειαστεί. Ψάξε να
τους βρεις.
(*για την αφορμή - http://nomadesartcore-project.blogspot.gr/p/blog-page_2.html )