Ήταν ωραία τα καλοκαίρια τότε…
τότε που κρατούσανε 3 μήνες γεμάτους, γεμάτους.
τότε που μετρούσες πόσα παγωτά έφαγες και πόσα μπάνια
έκανες.
τότε που άκουγες τζιτζίκια κάθε μεσημέρι που δεν σε έπιανε ο
ύπνος απ’ τη ζέστη.
τότε που ξυπνούσες για κρυφτό, κυνηγητό, πόλεμο, ψείρες,
πατητό και λάστιχο.
τότε που ‘κλεινε πάντα η φωνή.
τότε που ‘βαζες κατακόκκινα κεράσια για σκουλαρίκια.
Που έπαιρνες τα μισά σου παιχνίδια μαζί στην παραλία και τα
παράταγες για να μαζέψεις κοχύλια. Που μετά τα έβαζες στον ήλιο να στεγνώσουν
και τα έβαφες για να φτιάξεις βραχιόλια. Ή τότε που γυρνούσες σπίτι στις έντεκα
και ένιωθες «μεγάλος». Τότε που κυκλοφορούσες με την ίδια αγαπημένη βερμούδα
όλο το καλοκαίρι και μονάχα με ψιλά στις τσέπες. Κι αυτά για παγωτό πατούσα- ή
λεμονάδα. Ήταν τότε που έπιανες μπάμπουρες να τους δέσεις σε κλωστή και το βράδυ
έψαχνες πυγολαμπίδες. Που πίστευες όλες τις τρομαχτικές ιστορίες και δεν
κοιμόσουνα για βράδια. Που χες τέμπερες και πινέλα και λερωμένες μπλούζες αντί
για παλέτες.
Τότε που το καλοκαίρι ήταν η ελευθερία σου, η ξεγνοιασιά
σου, οι ελπίδες και τα όνειρα σου. Η σιγουριά που σου έδινε δύναμη και η
ανεξάντλητη πηγή αναμνήσεων.
Και τώρα πια μιλάς-μιλάω, μιλάμε- σε χρόνο αόριστο. Όμορφος
ο αόριστος θαρρώ. Χαρούμενος. Τον βαρεθήκαμε τον ενεστώτα όπως τον κάναμε.
Κούρασε πια με τη μιζέρια και τη γκρίνια του. Σαν να έδιωξε τα καλοκαίρια
μακριά με αυτό το τώρα του. Το τώρα…
που κρατάει ένα μήνα με το ζόρι.
που μετράς πόσα μαθήματα χρωστάς και πόσα μπάνια θα κάνεις.
που ακούς μηχανάκια να γκαζώνουν και γείτονες να φαγώνονται
μεταξύ τους.
που ξυπνάς για καφέ και τσιγάρο.
που δεν κλείνει ποτέ το pc.
και που ακόμα βάζεις κατακόκκινα κεράσια για σκουλαρίκια.
Που παίρνεις κινητό, mp4, laptop,
περιοδικά, φωτογραφική, φορτιστές, καλώδια, δεύτερη αλλαξιά, 3 αντηλιακά-σώμα,
πρόσωπο, μαλλιά-, κρέμα για το κάψιμο, γυαλιά, σταυρόλεξα, μπύρες κι άλλα τόσα
μαζί σου στην παραλία και τα παρατάς για να μαζέψεις κοχύλια. Που μετά τα
βάζεις στον ήλιο να στεγνώσουν και έπειτα σε ένα βάζο στο σαλόνι. Τώρα που
γυρνάς στις έντεκα και νιώθεις «μικρός» -και ξαναβγαίνεις στις δύο για να
νιώσεις «μεγάλος». Και ακόμα κυκλοφορείς με την ίδια αγαπημένη βερμούδα, γιατί
δεν βρίσκεις χρόνο να την πλύνεις, με μονάχα ψιλά στις τσέπες για φαί και εισιτήρια.
Και παγωτό. Είναι τώρα που βλέπεις πυγολαμπίδες και λάμπουν και τα μάτια σου
μαζί μ’ αυτές και που όταν θυμάσαι τις τρομαχτικές ιστορίες που πίστευες σε
πιάνει ένα ρίγος απ’ το πουθενά. Που χεις στυλό μπλε, στυλό πολύχρωμα, στυλό
φωσφοριζέ και σκόρπιες σημειώσεις σε κάθε γωνιά. Τώρα που το καλοκαίρι είναι η
ωριμότητά σου, οι επιλογές σου, οι ελπίδες και τα όνειρά σου. Η αβεβαιότητα που
σε ταρακουνάει και η πάντα ανεξάντλητη πηγή αναμνήσεων.
Για αυτό σου λέω, ομόρφυνε τον ενεστώτα σου πριν γίνει
αόριστος.
Και παραφράζοντας για τέλος,
πιάσε το καλοκαίρι σου απ’ το γιώτα και ζήστο ίσαμε το Κ
του.
Σημείωση- Γιατί όταν πέφτουμε ξέρουμε και πώς να σηκωθούμε.