Πόσο καιρό είσαι νεκρός;
Το ξυπνητήρι του κινητού χτύπησε στις οκτώ και τέταρτο. Τρεις νότες και το έκλεισες. Γεύση μέντας και κρύο νερό στις και είκοσι. Όλα μηχανικά. Δυο γουλιές καφέ στις και μισή. Πικρός και χωρίς άρωμα. Όπως κάθε μέρα. Φόρεσες τα ίδια ρούχα με χτες και στις παρά είκοσι πέντε κλείδωσες. Δυο φορές. Όπως κάθε μέρα.
Ίδια διαδρομή. Γωνία στη γωνία, στενάκι στο στενάκι, βήμα στο βήμα. Στα αυτιά οι ίδιοι χιλιοακουσμένοι στίχοι. Τους ξέρεις απ’ έξω τώρα. Στο λεωφορείο η ίδια θέση πάντα. Πίσω παράθυρο είναι άδεια. Όπως κάθε μέρα. Τα τοπία έξω ίδια. Οι άνθρωποι διαφορετικοί. Πάντα κοιτάζεις τα τοπία.
Κενό.
Στο λεωφορείο η ίδια θέση πάντα. Πίσω παράθυρο είναι άδεια. Όπως κάθε βράδυ. Τα τοπία έξω ίδια. Οι άνθρωποι διαφορετικοί. Ποτέ δεν κοιτούσες τους ανθρώπους. Στα αυτιά οι ίδιοι χιλιοακουσμένοι στίχοι. Τους ξέρεις απ’ έξω τώρα. Βήμα στο βήμα, στενάκι στο στενάκι, γωνία στη γωνία. Ίδια διαδρομή. Όπως κάθε νύχτα.
Δυο φορές ξεκλείδωσες. Παρά τέταρτο. Τα ρούχα στην καρέκλα, έτοιμα, διπλωμένα για αύριο. Γεύση μέντας και κρύο νερό στις παρά δέκα. Το κενό γραπώνει τα όνειρα. Ακριβώς.
Το ξυπνητήρι του κινητού χτύπησε στις οκτώ και τέταρτο. Τρεις νότες και το έκλεισες.
Το κενό γραπώνει τα όνειρα. Ακριβώς.
Το ξυπνητήρι του κινητού χτύπησε στις οκτώ και τέταρτο. Τρεις νότες και το έκλεισες.
Αργοπεθαίνουμε όλοι μας άραγε; Ή μήπως είμαστε ήμαστε ήδη νεκροί. Ναρκωμένοι.
Οκτώ γράμματα βγαίνουν όλο και πιο συχνά από τα στόματα. «Βαριέμαι». Λέμε πως θα κάνουμε πράγματα ˙ πως θα ταξιδέψουμε, πως θα διαβάσουμε, πως θα γνωρίσουμε, κι όλο στα λόγια σκοντάφτουμε και δεν σηκωνόμαστε ξανά. Ζηλεύουμε όσους τολμούν αλλά ποτέ μας δε ρισκάρουμε. Δε ρισκάρουμε μια νέα διαδρομή κάθε πρωί, ένα στενό παραδίπλα-κι ας είναι πιο μακριά, κι ας έχει ανηφόρα. Συνηθίσαμε.
Η πόλη μας ξινίζει αλλά τη συνηθίσαμε πια. Δεν έχει ελπίδα, δεν έχει ευκαιρίες, είναι πάντα γκρίζα… «θα συνηθίσεις με τον καιρό». Η χώρα μας βρωμάει. Θέλει αλλαγή, θέλει φρεσκάδα. Θέλει διάλυση και όλα απ’ το μηδέν. «Μπα, έτσι έχουν τα πράγματα». Οι άνθρωποι μας εκνευρίζουν. Η απαισιοδοξία, η γκρίνια, η μιζέρια. «Τον έχω συνηθίσει πια τόσα χρόνια». Συνηθίσαμε.
Συνηθίσαμε και να γκρινιάζουμε. Παραπονιόμαστε για τη βροχή ή για τη ζέστη, νευριάζουμε για τα προγράμματα, νευριάζουμε με τους άλλους. Με τον εαυτό μας καμία φορά, αν τύχει. Μα εκεί έχουν καβάτζα οι δικαιολογίες. Συνηθίσαμε και τις δικαιολογίες.
Καταραμένη συνήθεια. Γλυκιά κατάρα όμως.
Όσο την τρέμεις σε πλησιάζει προσφέροντας σου δώρα ˙ σιγουριά και ηρεμία. Η ηρεμία που έχεις μάθει να επιθυμείς. Αυτή που καμιά φορά φωνάζεις απραξία και κάποιες άλλες ευτυχία. Οργάνωση, τάξη…κενό. Αυτή που τη βάπτισαν θάνατο μα χρόνια τώρα συστήνεται ηρεμία. Ο μεγαλύτερός μας φόβος, δίπλα μας σαν πάντα.
Και ακόμη και όταν ξυπνάς στιγμιαία απ’ τη νάρκωση, τα καλοκαίρια ή τώρα, πάντα καραδοκεί κάπου παραδίπλα. Ξεβόλεμα τα ταξίδια, ανούσιες οι αλλαγές. Το ξυπνητήρι στις και τέταρτο θα ‘ναι εκεί.
Πότε έπιασες κουβέντα με έναν άγνωστο;
Πότε έπαιξες τελευταία φορά;
Πότε ανακάλυψες μια νέα διαδρομή;
Πότε έκλαψες για λύτρωση;
Πότε γέλασες μέχρι δακρύων;
Πότε έζησες;
Ξεκίνα λοιπόν. Και να θυμάσαι :
«Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής.»
Σημείωση : Καιρός πια τα χασμουρητά να σημαίνουν μόνο για τον Μορφέα.