Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

New York Herald Tribune!


«Tο μόνο που χρειάζεσαι για να κάνεις μια ταινία είναι ένα όπλο και ένα κορίτσι», έλεγε ο Γκοντάρ. Για να μαι ειλικρινής δεν είμαι και τόσο σίγουρη για το όπλο. Αρκεί ένα κορίτσι, ένα αγόρι και το Παρίσι.



Κάποτε με είχαν ρωτήσει σε πια περίοδο θα ήθελα να ζω αν είχα την δυνατότητα να μεταφερθώ στο χρόνο. Παρίσι, στα sixties. Ακαριαία απάντηση.

Γιατί;

Γιατί άλλο; Για να χω κούρεμα αλά γκαρσόν, να διαβάζω Elle και να βλέπω σινεμά πίνοντας coca-cola σε γυάλινο μπουκάλι και όχι σε χάρτινο κουτί των Goody’s.

Για να βλέπω σινεμά που με κάνει να ερωτεύομαι τους χαρακτήρες του, να μην ξεκολλάω τα μάτια μου από το πανί, να γελάω πραγματικά, να γελάω δυνατά, να χαμογελάω για κλάσματα του δευτερολέπτου.

Για να αγαπάω το ασπρόμαυρο και να μην ξεχνάω τις ατάκες μόλις βγω απ’ την αίθουσα. Για να βλέπω το ρομαντισμό της καθημερινότητας απαλλαγμένο από φόρμες και κανόνες, για να βλέπω το Γκοντάρ να μου κλείνει το μάτι, λέγοντας πως στην πραγματικότητα η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά σινεμά και το σινεμά δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απόλαυση μιας εξιδανικευμένης ζωής.

Για να βλέπω το όμορφο στα πρόσωπα, τους μορφασμούς, τις γκριμάτσες και το ανεπαίσθητο κλείσιμο των βλεφάρων. Για να παρατηρώ ιστορίες και συζητήσεις-ακόμα και τις πιο απλές, τις καθημερινές, τις τετριμμένες- σαν παθιασμένος ηδονοβλεψίας. Σαν ένα παιδί που κοιτάζει από την κλειδαρότρυπα.


Για να μην ψάχνω τη συνοχή, το σενάριο ή την σωστότερη αφήγηση, αλλά να αφήνομαι σε ένα παιχνίδι αγνοώντας παντελώς τη συνέχεια και το τέλος. Για να νιώθω τη φρεσκάδα που ξεχειλίζει από το φιλμ να διασχίζει τις σειρές των θεατών και να φτάνει και σε μένα. Έντονη και άκρως γοητευτική.

Για να με παρασέρνει στη φυγή. «Ποτέ μη φρενάρεις τ’ αυτοκίνητα – φτιάχτηκαν για να τρέχουν». Για να καπνίζω χωρίς να σκέφτομαι τον καρκίνο. Για να διαβάζω εφημερίδα στο δρόμο. Για να μετράω μέχρι το 8 και να στραγγαλίζω όποιον δε μου χαμογελά ως τότε.




Για να οδηγώ κλεμμένη Cadillac.


Για να πηγαίνω να δω την ίδια ταινία ξανά και ξανά και ξανά.



Για να περπατάω στο δρόμο φωνάζοντας “New York Herald Tribune. New York Herald Tribune. New York Herald Tribune” και να περιμένω έναν κλέφτη να με πάρει στη Ρώμη.


Για να γίνω αθάνατη και μετά…να πεθάνω.

Παρίσι, στα sixties.

Ίσως απλά για να δω το «À bout de souffle» σε μια σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα πίνοντας coca-cola σε γυάλινο μπουκάλι και όχι σε χάρτινο κουτί των Goody’s.

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

Κάπου, κάποτε, 9π.μ.












Κάτι λευκές νιφάδες τράβηξαν την προσοχή του από το βιβλίο που διάβαζε εδώ και ώρα και την έστρεψαν στο παράθυρο. Το πρώτο χιόνι. Καθάρισε με το χέρι του τη θολούρα απ’ το τζάμι για να δει καλύτερα. Δύο πιτσιρίκια στο απέναντι μπαλκόνι κρέμονταν στα κάγκελα με τις γλώσσες έξω προσπαθώντας να γευτούν τις λευκές σταγόνες. Με μια απότομη κίνηση σηκώθηκε, άρπαξε το χοντρό μπουφάν με την κουκούλα και τα κλειδιά απ’ την κρεμάστρα, φόρεσε
τις αρβύλες του και όρμησε στους δρόμους.

Πάντα του άρεσε να περπατάει έξω ενώ χιόνιζε, όλα φαίνονταν διαφορετικά η ατμόσφαιρα πιο καθαρή. Πέρασε βιαστικά έξω από τις λιλιπούτειες στριμωγμένες η μία δίπλα στην άλλη καφετέριες, παρατηρώντας ωστόσο πως οι περισσότερες ήταν ασφυκτικά γεμάτες με κόσμο κάθε ηλικίας. Δύο παππούδες έπιναν τον καφέ τους, σίγουρα λέγοντας ιστορίες απ’ τα παλιά και ένα ζευγάρι Γερμανών είχε αραδιάσει στο τραπέζι δύο τουριστικούς οδηγούς και ένα χάρτη προσπαθώντας να καταλάβουν που βρίσκονταν. Στη γωνία ένας τριαντάρης με κοστούμι και γραβάτα, απορροφημένος στο λάπτοπ του ξέκλεβε που και που ένα δεύτερο για να πιεί βιαστικά μια γουλιά καφέ και να κοιτάξει τριγύρω. Μετά επέστρεφε με την ίδια προσήλωση στη δουλεία του. Στο διπλανό μαγαζί ένας νεαρός με σκούρο μπλε γιλέκο φλέρταρε δύο χαριτωμένες κοπέλες, κατά πάσα πιθανότητα μαθήτριες ακόμα αφού στα πόδια του τραπεζιού είχαν αφημένες δυο σχολικές τσάντες.

Στα εξωτερικά τραπεζάκια δεν καθόταν κανείς, ποιος να αντέξει το κρύο; Μόνο ένας μακρυμάλλης, κουκουλωμένος ως τα αυτιά με ζακέτες και κασκόλ καθόταν μαζεμένος σε μια καρέκλα και ζέσταινε με τα χνώτα του τα παγωμένα του χέρια. Από μακριά του φάνηκε για ζητιάνος αλλά μόλις πλησίασε κατάλαβε πως είχε πέσει έξω. Το πρόσωπο του ήταν αριστοκρατικό και είχε μια χάρη από αυτή που σπάνια βλέπεις γύρω σου. Μόνο στο καλό σινεμά τη συναντάς καμιά φορά. Και ίσως σε κάτι παλιές ασπρόμαυρες ξεχασμένες φωτογραφίες. Πάνω στο τραπέζι σκορπισμένα λευκά φύλλα και άλλα πυκνογραμμένα με μαύρο, κατάμαυρο μελάνι. Στο χέρι του κρατούσε έναν στυλό και μόλις ζέστανε κάπως τα χέρια του συνέχισε το γράψιμο. Έγραφε μια σειρά και μετά τη διέγραφε κι έγραφε άλλη από κάτω. Διόρθωνε τις λέξεις και το ξαναδιάβαζε μουρμουρίζοντας ψιθυριστά από την αρχή. Με ποιήματα έμοιαζαν, μπορούσε να διακρίνει κανείς τις στροφές και τους στίχους. Ίσως και τραγούδια. Ναι, ίσως.

Πρέπει να τον χάζευε για αρκετή ώρα μάλλον γιατί κάποια στιγμή ο νεαρός σήκωσε το κεφάλι του, τράβηξε την ατημέλητη φράντζα μπροστά από τα μάτια του και τον κοίταξε με ένα διαπεραστικό βλέμμα που τον έκανε να παγώσει. Τα μάτια του είχαν ένα βαθύ μπλε χρώμα, από αυτό που σε κάνει να κοιτάς μαγνητισμένος χωρίς να μπορείς να αντιδράσεις. Απλά κάθεσαι ακίνητος, σχεδόν χωρίς να αναπνέεις. Σχεδόν χωρίς να υπάρχεις.

Ένα κορνάρισμα, ακολουθούμενο από την άγρια φωνή κάποιου οδηγού στο δρόμο δίπλα, τον επανέφερε. Έστρεψε γρήγορα το βλέμμα του ευθεία μπροστά και έφυγε με κοφτά γοργά βήματα συνεχίζοντας τον πρωινό περίπατό του. Δεν ήξερε που ήθελε να πάει- πουθενά μάλλον- απλά είχε ανάγκη να περπατήσει μέσα στο κρύο, να συνεφέρει τις σκέψεις του, να ξυπνήσει. Το χιόνι ευτυχώς δεν είχε σταματήσει.

«Αν συνεχίσει με αυτούς τους ρυθμούς μέχρι το βράδυ θα το χει στρώσει.»,
σκέφτηκε περνώντας τα φανάρια.
«Είναι όμορφα εδώ».

Πάντα ήταν όμορφα, απλά ποτέ δεν έτυχε να το παρατηρήσει.

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

Τα Σαββατόβραδα

Σε πουλάω και σ’ αγοράζω κάθε Σαββατόβραδο.

Σε πουλάω για αβεβαιότητα,
για σπασμένα γυαλιά
για βρωμιά
Όχι για σιγουριά, όπως νομίζεις.

Για νεκρά παραμύθια
σε σκοτεινά αδιέξοδα

Για φτηνό κόκκινο κρασί
και καταραμένες εξομολογήσεις.

Δύο φιλιά δίπλα σε κάδο σκουπιδιών.

Εκεί είναι η ζωή μου.

Σε ματωμένα ρούχα και
αθάνατους εραστές

Εκεί την άφησα.

Μην πιστέψεις αυτά που θα σου πουν.
Κι αν τα καταφέρεις
ούτε εμένα μην ακούσεις.

Δεν θα στην πω την αλήθεια μου.

Τα μάτια μου τρεμοπαίζουν
και οι φωτογραφίες αναστήθηκαν..

Τις στάχτες κράτα τες,
ίσως να ξαναγεννηθούν,
σαν τον Φοίνικα
που χα παλιά για φυλαχτό μου.

Παρασκευή βράδυ.
Ξημερώνει Σάββατο.

Θα σε πουλήσω πάλι σε κανα παλιατζίδικο,
από αυτά τα σκονισμένα που πάντα σ’ άρεζαν.

Μα ίσως αύριο να μην σε ξαναγοράσω.

Ratings and Recommendations by outbrain