Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012
Κάπου, κάποτε, 9π.μ.
Κάτι λευκές νιφάδες τράβηξαν την προσοχή του από το βιβλίο που διάβαζε εδώ και ώρα και την έστρεψαν στο παράθυρο. Το πρώτο χιόνι. Καθάρισε με το χέρι του τη θολούρα απ’ το τζάμι για να δει καλύτερα. Δύο πιτσιρίκια στο απέναντι μπαλκόνι κρέμονταν στα κάγκελα με τις γλώσσες έξω προσπαθώντας να γευτούν τις λευκές σταγόνες. Με μια απότομη κίνηση σηκώθηκε, άρπαξε το χοντρό μπουφάν με την κουκούλα και τα κλειδιά απ’ την κρεμάστρα, φόρεσε
τις αρβύλες του και όρμησε στους δρόμους.
Πάντα του άρεσε να περπατάει έξω ενώ χιόνιζε, όλα φαίνονταν διαφορετικά η ατμόσφαιρα πιο καθαρή. Πέρασε βιαστικά έξω από τις λιλιπούτειες στριμωγμένες η μία δίπλα στην άλλη καφετέριες, παρατηρώντας ωστόσο πως οι περισσότερες ήταν ασφυκτικά γεμάτες με κόσμο κάθε ηλικίας. Δύο παππούδες έπιναν τον καφέ τους, σίγουρα λέγοντας ιστορίες απ’ τα παλιά και ένα ζευγάρι Γερμανών είχε αραδιάσει στο τραπέζι δύο τουριστικούς οδηγούς και ένα χάρτη προσπαθώντας να καταλάβουν που βρίσκονταν. Στη γωνία ένας τριαντάρης με κοστούμι και γραβάτα, απορροφημένος στο λάπτοπ του ξέκλεβε που και που ένα δεύτερο για να πιεί βιαστικά μια γουλιά καφέ και να κοιτάξει τριγύρω. Μετά επέστρεφε με την ίδια προσήλωση στη δουλεία του. Στο διπλανό μαγαζί ένας νεαρός με σκούρο μπλε γιλέκο φλέρταρε δύο χαριτωμένες κοπέλες, κατά πάσα πιθανότητα μαθήτριες ακόμα αφού στα πόδια του τραπεζιού είχαν αφημένες δυο σχολικές τσάντες.
Στα εξωτερικά τραπεζάκια δεν καθόταν κανείς, ποιος να αντέξει το κρύο; Μόνο ένας μακρυμάλλης, κουκουλωμένος ως τα αυτιά με ζακέτες και κασκόλ καθόταν μαζεμένος σε μια καρέκλα και ζέσταινε με τα χνώτα του τα παγωμένα του χέρια. Από μακριά του φάνηκε για ζητιάνος αλλά μόλις πλησίασε κατάλαβε πως είχε πέσει έξω. Το πρόσωπο του ήταν αριστοκρατικό και είχε μια χάρη από αυτή που σπάνια βλέπεις γύρω σου. Μόνο στο καλό σινεμά τη συναντάς καμιά φορά. Και ίσως σε κάτι παλιές ασπρόμαυρες ξεχασμένες φωτογραφίες. Πάνω στο τραπέζι σκορπισμένα λευκά φύλλα και άλλα πυκνογραμμένα με μαύρο, κατάμαυρο μελάνι. Στο χέρι του κρατούσε έναν στυλό και μόλις ζέστανε κάπως τα χέρια του συνέχισε το γράψιμο. Έγραφε μια σειρά και μετά τη διέγραφε κι έγραφε άλλη από κάτω. Διόρθωνε τις λέξεις και το ξαναδιάβαζε μουρμουρίζοντας ψιθυριστά από την αρχή. Με ποιήματα έμοιαζαν, μπορούσε να διακρίνει κανείς τις στροφές και τους στίχους. Ίσως και τραγούδια. Ναι, ίσως.
Πρέπει να τον χάζευε για αρκετή ώρα μάλλον γιατί κάποια στιγμή ο νεαρός σήκωσε το κεφάλι του, τράβηξε την ατημέλητη φράντζα μπροστά από τα μάτια του και τον κοίταξε με ένα διαπεραστικό βλέμμα που τον έκανε να παγώσει. Τα μάτια του είχαν ένα βαθύ μπλε χρώμα, από αυτό που σε κάνει να κοιτάς μαγνητισμένος χωρίς να μπορείς να αντιδράσεις. Απλά κάθεσαι ακίνητος, σχεδόν χωρίς να αναπνέεις. Σχεδόν χωρίς να υπάρχεις.
Ένα κορνάρισμα, ακολουθούμενο από την άγρια φωνή κάποιου οδηγού στο δρόμο δίπλα, τον επανέφερε. Έστρεψε γρήγορα το βλέμμα του ευθεία μπροστά και έφυγε με κοφτά γοργά βήματα συνεχίζοντας τον πρωινό περίπατό του. Δεν ήξερε που ήθελε να πάει- πουθενά μάλλον- απλά είχε ανάγκη να περπατήσει μέσα στο κρύο, να συνεφέρει τις σκέψεις του, να ξυπνήσει. Το χιόνι ευτυχώς δεν είχε σταματήσει.
«Αν συνεχίσει με αυτούς τους ρυθμούς μέχρι το βράδυ θα το χει στρώσει.»,
σκέφτηκε περνώντας τα φανάρια.
«Είναι όμορφα εδώ».
Πάντα ήταν όμορφα, απλά ποτέ δεν έτυχε να το παρατηρήσει.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου