Το ταβάνι απέκτησε κάτι ρωγμές. Όχι ιδιαίτερα μεγάλες αλλά τις διακρίνεις. Σε κάνα χρόνο μάλλον θα αρχίσουν να πέφτουν και σοβάδες πάνω στα μπλε κρύσταλλα. Τι καλά που δε θα είμαι εδώ.
Και το πράσινο των τοίχων σιγά σιγά αρχίζει να ξεθωριάζει, μαζί με τα κλισέ συνθήματα και τα αρχαία ποιήματά μου. Από το πρώτο φαίνεται μονάχα ο τίτλος- παν 6 χρόνια τώρα. Μπορεί κι 8, θα σε γελάσω. Δε με νοιάζει πλέον βλέπεις. Από τότε έχω να πιάσω στυλό και χαρτί. Τα δάχτυλα μου έχουν ξεχάσει.
Εχθές το πρωί ενώ κοιμόμουν μπήκε στο σπίτι μια καρδερίνα. Από το σκουριασμένο παραθυράκι της κουζίνας- με το σπασμένο τζάμι. Μόλις σηκώθηκα την είδα να κάθεται στο τρίτο ράφι, παρέα με τις κούπες του καφέ. Στη σκέψη μου όρμησαν αιφνίδια φωτογραφικά κλικ και κιτρινισμένα θεατρικά κείμενα. Σαν κάποτε. Πριν κάτι χρόνια. Αν είχα κλουβί θα την ονόμαζα Λίνα, σκέφτηκα. Μόνο που τα κλουβιά ποτέ δε μ’ άρεζαν κι έτσι όταν γύρισα σπίτι νωρίς σήμερα το ξημέρωμα δεν την βρήκα πουθενά. Πάει η Λίνα.
Ξανακοιτάζω το ταβάνι και οι ρωγμές φαίνονται περισσότερες τούτη τη φορά. Κάθε ρωγμή και ιστορία, θα ‘λεγε ένας φίλος. Κάθε ρωγμή και ψέμα.
Πρώτη ρωγμή: Έζησα.
Δεύτερη ρωγμή: Ζω.
Τρίτη ρωγμή: Δε με νοιάζει.
Όταν έπρεπε να κάτσω στην τελευταία σειρά του θεάτρου έφευγα. Δεν ήθελα τα λόγια να μαραθούν μέχρι να φτάσουν. Κι ας ήταν κρατημένη για μένα η θέση.
Ένας άνθρωπος πέθανε στο κατώφλι μου και άλλοι τρεις άφησαν εκεί πέρα τη φωτιά τους. Κάτω απ’ το πατάκι, μαζί με τα εφεδρικά κλειδιά. Οι περισσότεροι δε σήκωναν ποτέ τους το πατάκι, για αυτό και θα δεις νυχιές και γρατζουνιές στην πόρτα. Την αγαπούσα αυτή την πόρτα. Ξύλινη και βαριά, από αυτές τις παλιές, τις αρχοντικές, τις γεμάτες ιστορίες και χτυπήματα. Το ενοικιαστήριο δεν της ταιριάζει. Θα το βγάλω.
Να θυμηθώ να πετάξω και εκείνη την κόκκινη πολυθρόνα με τις απογευματινές ανδαλουσιανές λιακάδες. Χειμώνιασε.
Όταν πατάω στη γωνιά που ήταν το πιάνο, το πάτωμα τρίζει. Ευτυχώς που έρχεται εκείνος ο ρακοσυλλέκτης και για δέκα λεπτά, κάθε βράδυ παίζει τον Καρυοθραύστη. Τον ακούω πάντα πολύ καθαρά απ’ το σπασμένο τζάμι. Λες και κάθεται στη γωνία ˙ δίπλα μου. Την έκτη νύχτα μόλις έφυγε, κατέβηκα κάτω, κάθισα στο σπασμένο σκαμπό και έπαιξα τη Λίμνη των Κύκνων ως το πρωί. Τα δάχτυλα μου θυμήθηκαν γρήγορα. Η δεύτερη εκδοχή της ιστορίας, να ξέρεις, ήταν πάντοτε η αγαπημένη μου.
«Είναι κι ο καιρός που δε βοηθάει μωρέ…» Μια ο ήλιος που τυφλώνει, μια τα χιόνια, μια το ψύχος και τα αγέρια…διπολικά σύνδρομα-μη σου πω και τριπολικά. Η καθιερωμένη χειμωνιάτικη μελαγχολία αρωματίζει την ατμόσφαιρα, οι άνθρωποι τρέχουν πανικόβλητοι ˙ κουκουλωμένοι ως τα αυτιά με μάλλινα κασκόλ και ζακέτες και ο ουρανός βρέχει νιφάδες φελιζόλ-τελικά ίσως όντως να μας πακετάρουν και να μην το ‘χουμε πάρει χαμπάρι. Δεν παραπονιόμαστε όμως. Τουλάχιστον τα πρωινά έχει φως.
Ένα τέτοιο φωτισμένο, λευκό πρωινό ήρθε και κούρνιασε δίπλα μας. Κάτω απ’ το τραπέζι. Ήσυχος κι αθόρυβος, κανείς δεν τον πήρε χαμπάρι. Έγειρε το κεφάλι του, διπλώθηκε ανάμεσα στα πόδια μας κι αποκοιμήθηκε. Ήσυχα κι αθόρυβα.
Γύρω ένα συνεχές βουητό ˙ απόψεις, παράπονα, γέλια και γκρίνιες. Εξάρες και ζεστή σοκολάτα. Μύριζε καπνός και που και που, όταν άνοιγε η πόρτα, ανατριχιάζαμε. Κάποιοι έφευγαν βιαστικοί με τετράδια και βιβλία στα χέρια, άλλοι κάθονταν με τις ώρες συζητώντας ή παίζοντας χαρτιά. Κανα-δύο γυρνούσαν από τραπέζι σε τραπέζι ψάχνοντας για αναπτήρα. Όλοι κινούνταν, μιλούσαν, έγνεφαν. Μόνο εκείνος παρέμενε ακίνητος. Ασάλευτος.
Ένα τίναγμα του μια στις τόσες μας υπενθύμιζε πως βρίσκεται ακόμα στα πόδια μας δίπλα. Εκεί, να τα ζεσταίνει. Ένα τίναγμα και συνέχιζε τον ατάραχο ύπνο του. Βλέπει όνειρα άραγε; Κι αν βλέπει, αναρωτιέμαι πώς να μοιάζουν. Ίσως μυρίζουν φρεσκοκομμένο γρασίδι και άνοιξη. Δύο ζεστά χέρια, ένα χάιδεμα, μια συντροφιά. Μια ζωή.
Ίσως πάλι και όχι.
Η πόρτα άνοιξε ξανά. Ρίγος. Δεν μπορείς να αντέξεις εκεί έξω.
«Έλα να τον πάρουμε μαζί.»
Τον ζηλεύω λίγο είναι η αλήθεια. Πώς ήρθε, από πού, τι θα απογίνει μόλις αδειάσουν οι καρέκλες μας; Άγνωστα. Αβέβαια. Μόνο υποθέσεις για να περνάει η ώρα. Χωρίς όνομα και χωρίς εξηγήσεις, απλά κούρνιασε δίπλα μας. Την ελευθερία που κάποιοι αναζητούν με μανία αυτός την έχει χρόνια τώρα.
Αν μπορούσα να κάνω μια ευχή, θα ήταν να δω τα όνειρα του.
Η έστω τις ιστορίες του. Τώρα μόνο να φανταστώ μπορώ : τα βράδια στους βρεμένους δρόμους , τα σημάδια και τις πληγές στο άγριο δέρμα , τα υγρά θλιμμένα μάτια, τα λημέρια, τα καταφύγια, τους συγκατοίκους στα παγκάκια, τα ψίχουλα, την σιωπή.
Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την κόλαση, ακούω γυρνώντας σπίτι. Ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου κούρνιασε στα πόδια μας.
Πάει καιρός που το πρώτοπαρατήρησα κι από τότε επιβεβαιώνομαι συνεχώς. Κάθε μέρα σχεδόν.
Γυρνάμε πίσω, ναι. Σε άλλες εποχές, σε άλλες ιστορίες, σε άλλα μέρη. Ψάχνουμε μανιωδώς στις ντουλάπες των γιαγιάδων και στα παλιατζίδικα για φθαρμένες απ’ τον καιρό μάλλινες ζακέτες, παλιομοδίτικα μοκασίνια και χειροποίητα κοσμήματα. Αυτό που κάποτε λέγαμε παλιατζούρα το λέμε vintage πια. Πιάνουμε τα μαλλιά μας κότσους και πλεξούδες και αγοράζουμε καπέλα. Πουά, φλοράλ, βελούδα, δαντέλες, μπαρέτες…εμπριμέ μαντίλια και φορέματα του ’30.
Και ξαφνικά ακούμε swing και jazz- απ’ το πικάπ πάντα, τζάμπα τόσο ψάξιμο για τα βινύλια; Και χορεύουμε lindy-hop και ροκαμπίλι σε θεματικά πάρτι και βραδιές swing, φορώντας φορέματα και κορδέλες στα μαλλιά τα κορίτσια και γιλέκα πάνω απ’ τα καρό πουκάμισα τα αγόρια. Ψάχνουμε ολημερίς κι ολονυχτίς για μικρά όμορφα ζαχαροπλαστεία, αναπαλαιωμένα αρχοντικά που λειτουργούν ως καφενεία, παλιά σινεμά, σκονισμένα υπόγεια βιβλιοπωλεία και υπαίθρια λούνα παρκ-και όταν τα ανακαλύψουμε γίνονται το στέκι μας, ο τόπος μας. Πιάνουμε φιλίες με τους ιδιοκτήτες και που και που μας κερνάν κάνα τσάι μαζί με μπισκοτολούκουμα ή γλυκό του κουταλιού τριαντάφυλλο. Πότε γίναμε ρετρό και δεν το καταλάβαμε;
Τα blockbuster και τα μεγάλα φεστιβάλ μας ξινίζουν. Εμείς βλέπουμε ασπρόμαυρες ταινίες-τότε που όλα ήταν ακόμα αγνά και αθώα. Και ούτε στα κλαμπ και στις καφετέριες πατάμε πια. Παίρνουμε ένα βιβλίο στο χέρι και ξαμολιόμαστε στα πάρκα. Να δούμε λίγο φύση, λίγο πράσινο-το τρίτο παγκάκι έχει πάνω τα’ όνομα μου. Κυκλοφορούμε μόνο με ποδήλατα, με καλαθάκι μπροστά φυσικά, και απ’ το λαιμό μας κρέμεται μια παλιά φωτογραφική μηχανή με φιλμ για να αποθανατίζουμε αμυγδαλιές και περιστέρια -καμιά φορά και ηλικιωμένους περαστικούς. Μια στις τόσες αποφασίζουμε να κάνουμε πικνίκ και κουβαλάμε πολύχρωμα τραπεζομάντιλα, φρούτα και ταπεράκια με κέικ της γιαγιάς. Κι όλα αυτά ενώ δίπλα μας βαράνε κόρνες και τσιρίζουν χαλασμένες εξατμίσεις.
Τα σπίτια μας μετά από ένα χρόνο δε θυμίζουν πλέον φοιτητικά. Ρολόγια αντίκες, ριχτάρια και μαξιλάρες απ’ τα ταξίδια των γονιών, τσαγιερό και μικρά ασορτί φλιτζανάκια, φωτογραφίες και κορνίζες παντού στους τοίχους, απομιμήσεις έργων του Toulouse Lautrec και παστέλ χρώματα. Στο βάθος ένα βαρύ σιδερένιο κρεβάτι-το ξέθαψες απ’ τη σοφίτα στο χωριό και χειροποίητο κομοδίνο από κασόνια. Τα σεμεδάκια ευτυχώς λείπουν. Προς το παρόν.
Πάμε κι αγοράζουμε μικρά λευκά σημειωματάρια με δερμάτινο εξώφυλλο και καθόμαστε σε ξύλινο τραπέζι, Κυριακή πρωί, πίνοντας ελληνικό και γράφοντας ποιήματα χωρίς μέτρο και ομοιοκαταληξία. Κάπως έτσι θα ήταν κι ο Ρεμπώ, φανταζόμαστε. Αγοράσαμε και καβαλέτο για να ζωγραφίζουμε, και ένα μουσικό κουτί, και ένα τεράστιο βάζο με λουλούδια. Και ένα κουτί βανίλια υποβρύχιο. Πάμε σαν άλλοτε.
Όνειρο μας να αγοράσουμε βέσπα ή κατσαριδάκι και να φεύγουμε τα καλοκαίρια για τις παραλίες. Στο μεταξύ τρέχουμε σε σεμινάρια κατασκευής κοσμημάτων, μαθήματα lindy-hop και ραπτικής. Τα παλαιοπωλεία μας έχουν μάθει καλά-τακτικοί πελάτες. Γυρνάμε πίσω, ναι. Λες και μια χρονομηχανή μας άρπαξε και μας πέταξε στο ’30 ή το ΄50. Στην αρχή έναν έναν και πλέον μαζικά, όλο και περισσότερους. Γίναμε ρετρό, φοράμε vintage και νοσταλγούμε τις παλιές μέρες.
Κι εκεί που το σκέφτομαι αναρωτιέμαι ˙ νοσταλγούμε άραγε τις παλιές εκείνες μέρες; Η μήπως αυτό το κύμα «εμπρός πίσω» μας σήκωσε τόσο απότομα που δεν προλάβαμε καν να αναλογιστούμε τι μας λείπει απ’ το τότε; Πίνουμε όλοι λεμονάδες και ταΐζουμε τις γάτες στα πάρκα των μεγαλουπόλεων, πόσοι όμως ρώτησαν «Γιατί νοσταλγώ το τότε, ρε γαμώτο; Τι μου λείπει;».
Πόσοι ρώτησαν δεν ξέρω, ξέρω όμως έναν που απάντησε-έστω και έμμεσα. Και είπε πως η νοσταλγία του παρελθόντος δεν είναι τίποτε άλλο παρά άρνηση, η άρνηση ενός επώδυνου παρόντος και η εσφαλμένη εντύπωση πως σε μια διαφορετική χρονική περίοδο όλα είναι καλύτερα και ομορφότερα και πιο αγνά από αυτή στην οποία ζούμε. Η νοσταλγία του παρελθόντος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ψεγάδι στη ρομαντική φαντασία όλων όσων αδυνατούν να συμβιβαστούν και να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, το τώρα, το παρών. Μαζί με όλα τα προβλήματα που το συντροφεύουν.
Για αυτό λοιπόν την επόμενη φορά που κάποιος σε αποκαλέσει δήθεν και σε κατηγορήσει πως έγινες και εσύ ρετρό από μόδα και όχι από πεποίθηση, μπορείς να χαρείς. Τουλάχιστον εσύ ζεις ακόμα στο σήμερα- όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό.