δε θα ναι πολύπλοκος μα ούτε απλός,
δε θα ναι ασπρόμαυρος μα ούτε και γκρι,
θα παίζει με χρώματα που θέλεις εσύ.
Ο κόσμος του παγώνει, ωπα, ωπα πας να πέσεις
μια στιγμή ισορροπίας, ορθώνει και τη μέση,
φοβάται πιο πολύ να μη βγαίνει στη σκηνή,
βουτάει το μικρόφωνο σαν να ‘ταν κεραυνός,
ποτέ δεν είναι λάθος, ποτέ του πιο σωστός.
Ποτέ δεν είναι λάθος, ποτέ του πιο σωστός. Μάντεψε ποιος!”

Όταν είχα πρωτακούσει τα τραγούδια του –όχι παλιά, παν 6 μήνες το πολύ- είχα λατρέψει εκείνο το μαύρο το παλτό, είχα ταξιδέψει μέχρι τη Σελήνη με τη μικρή του μάγισσα, είχα μελαγχολήσει λίγο με μια Σαββατιάτικη εκδρομή, είχα παρατηρήσει την πόλη μέσα από τα παράθυρα του λεωφορείου κρατώντας στο χέρι τον καφέ και ακούγοντας την Αϋπνία…ααα και ναι! είχα σκάσει στα γέλια ακούγοντας τον να παρακαλάει “…και περιμένω μωρό μου να ρθεις να τους πεις, πως είσαι καλά, ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΣΑΛΑΜΙ και ζεις.”


Έλα όμως που η τύχη τα θέλει αλλιώς και ελλείψει internet, συνεπώς ελλείψει νέων μουσικών οριζόντων, αναγκάστηκα να ξεθάψω τον δίσκο τον ιπτάμενο και να του δώσω μια ευκαιρία. Το λοιπόν;
Μπορεί ο δίσκος να είχε τρία τραγούδια λιγότερο από τον πρώτο, μπορεί να μη βρήκα ένα διάδοχο του Μαύρου παλτού, μπορεί να μη γέλασα τόσο όσο στο «Σαλάμι» ΑΛΛΑ, γιατί παντού υπάρχει ένα ΑΛΛΑ,

Χαλάρωσα βραδάκι αγναντεύοντας τα κύματα υπό τους ήχους του «Δώσε σημασία».
Επισκέφτηκα ρόκ εποχές στα κουπλέ ενός μπαρ με αριθμό 55.
Ονειρεύτηκα μια “ψυχή γυμνή σε μια σοφίτα” και “μια ζωή που πάει και πάει και πάει και πάει και πέφτει στον τοίχο και σπάει σε κομμάτια μικρά και γελάει”.
Και τέλος μετά από κανα δυο μπύρες ακόμα τραγουδάω φαλτσάροντας «…και γινήκανε πλημμύρες, μας τελείωσαν οι μπύρες, και βραχήκαν τα τσιγάρα, δεν ανάβουν οι αναπτήρες…»
Οπότε ξαναρχόμαστε στο προαναφερθέν…ρε είναι καλός τελικά ο Μουζουράκης. Δεν ξέρω πως άλλα με κάποιον περίεργο τρόπο κατάφερε να συνδυάσει παλιομοδίτικα τζαζ στοιχεία με έξυπνους, χιουμοριστικούς στίχους και φυσικά την δικιά του ιδιαίτερη χροιά με τον επίσης ελαφρώς «τζαζ» χαρακτήρα του και έκανε όλο αυτό το πακέτο να δουλέψει.
Ο κύριος «τζάμπα» έχει κατορθώσει λοιπόν να σφηνώσει μέσα στις γκρίζες, μονότονες ζωές μας πολύχρωμες νότες αισιοδοξίας και τρέλας- κάτι που του περισσεύει άλλωστε- και να μας κάνει να χαμογελάσουμε και λίγο.
Για κάποιους είναι μια δόση απρόσμενης «δροσοφρεσκάδας», για άλλους ένας ζητιάνος γεννημένος για σκηνή, ένα αεράκι ανανέωσης στην ελληνική μουσική σκηνή, είναι μέρος μιας νέας μουσικής ελπίδας…
Όμως για μένα πάντα ΜΑ ΠΑΝΤΑ θα παραμένει ο πιο κατάλληλος σχιζοφρενής, ψυχοπαθής, ψυχάκιας δολοφόνος σε ταινία τρόμου. Well, he’s just got that look.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου