Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Ασπρόμαυρο πάζλ, απείρων κομματιών

Πάντα θεωρούσα πώς το να γράψεις ένα ποίημα είναι πιο εύκολο από ένα πεζό. Μια ασύνδετη και αφηρημένη μορφή, όμορφες και «εύθραυστες» λέξεις που σου δημιουργούν εικόνες υποσυνείδητα και αυτό είναι.Ένα γλυκό χάος μέσα στο οποίο ψάχνεις για νοήματα.

Σαν την αφηρημένη τέχνη. Μια πινελιά κόκκινου χρώματος σε έναν κάτασπρο καμβά και μπορεί να θεωρηθεί αριστουργηματικό.

Λίγη εμπιστοσύνη φτάνει να χεις, στη φαντασία του δέκτη. Ακόμη και αν για σένα ήταν μια απλή πινελιά για αυτόν μπορεί να είναι μια ολόκληρη κριτική για τον σύγχρονο κόσμο , μια πρωτόγνωρη κοσμοθεωρία, μια έμπνευση.

Αυτοί που δεν ξέρουν θα τρέξουν και θα λατρέψουν τα πάντα, θα παπαγαλίσουν την κριτική, την υποτιθέμενη κοσμοθεωρία σου.Θα την αντιγράψουν. Θα την κάνουν μόδα. Θα την εξυμνούν παντού, όλες τις ώρες, μέχρι να ξεφτίσει τελείως.

Αυτοί που ξέρουν θα αδιαφορήσουν. Ξέρουν, δεν ψάχνουν άλλο. Μπορούν να κρίνουν αλλά δεν αξίζει λένε.

Οι έξυπνοί θα ρίξουν μια ματιά και μετά θα επιστρέψουν και πάλι στις δικές τους σκέψεις. Το μήνυμα το πήραν.

Πόση σημασία έχει λοιπόν στις τέχνες-στη μουσική, στη λογοτεχνία, στη ποίηση, στον κινηματογράφο- η αρχική πρόθεση του δημιουργού;

Λίγη έως καμία;

Αν είναι έτσι γιατί επιμένεις να ψάχνεις μανιωδώς να βρεις εξηγήσεις και ερμηνείες για τα πάντα;

Γιατί να πρέπει να ξέρεις τι θέλει να πει ο ποιητής;

Τα πάντα είναι θέμα οπτικής γωνίας. Έτσι λένε.

Αν λένε αλήθεια τότε η ζωή σου μοιάζει με ένα πολυώροφο πολυγωνικό κτίριο με γυάλινους τοίχους.
Χιλιάδες γωνίες και αμέτρητοι όροφοι.
Αμέτρητα δωμάτια.

Κάπως βρέθηκες σε μια γωνιά στον τρίτο να παρατηρείς τον κόσμο που περνάει απ’ έξω. Μπορείς μάλιστα να πάς και μέχρι την απέναντι γωνία, να κοιτάξεις έξω και να δεις άλλον κόσμο να περνάει. Διαφορετικό.

Κάποιος, κάποτε, σε έβαλε εκεί μέσα χωρίς να σε ρωτήσει και χωρίς να σου δώσει τρόπο διαφυγής-ούτε σκάλες, ούτε πόρτα, ούτε ασανσέρ. Μπορείς να τριγυρνάς επ’ άπειρον μέσα στο δωμάτιο, να βλέπεις τη θέα και από τις τέσσερις μεριές του δωματίου μα πότε δεν θα δεις τον ήλιο όπως τον βλέπει αυτός στον 8ο όροφο.

Μπορείς όμως να αφήσεις τον ένοικο στον 8ο να σου περιγράψει τον ήλιο που βλέπει, να στον ζωγραφίσει, να σου τραγουδήσει τα συναισθήματα που του προκαλεί. Κι εσύ με τη σειρά σου να του πεις πως για σένα οι άνθρωποι δεν είναι γκρίζες πανομοιότυπες κουκίδες που τρέχουν γρήγορα άλλα έχουν διάφορες μορφές, διάφορα χρώματα, και δεν τρέχουν πάντα. Καμιά φορά στέκονται και χαζεύουν τους γύρω, τα δέντρα και τον ουρανό. Αν σε πιστέψει καλώς,. Αν όχι, φρόντισε να τον πιστέψεις εσύ.

Μόνο έτσι, ακούγοντας σιγά σιγά όλους τους ένοικους- την ήσυχη γιαγιά στον έβδομο, τον μικρό στον πρώτο, εκείνον τον ψηλό στον τέταρτο που δε μιλά τη γλώσσα σου, τον κλέφτη που έκλεισαν στο υπόγειο και την μελαγχολική κοπέλα με τα πράσινα μάτια και τα μακριά μαλλιά στο ρετιρέ- μπορεί κάποτε συναρμολογώντας τα σαν από πάζλ κομμάτια να καταφέρεις να φανταστείς πως μοιάζει ο κόσμος σου όταν τον κοιτάς απ’ έξω.

Πάντα θα βλέπεις βέβαια τις «γραμμές» του πάζλ ,πάντα θα σου λείπουν κομμάτια και ποτέ, μα ποτέ, δεν θα σαι σίγουρος πως το συναρμολόγησες σωστά άλλα πλέον όταν θα βρίσκεσαι μέσα στο δωμάτιο και όλα γύρω σκοτεινιάζουν θα μπορείς να κλείνεις τα μάτια και να φαντάζεσαι το πάζλ ολοκληρωμένο.

Ίσως τελικά για αυτό συνεχίζεις και επιμένεις να ψάχνεις μανιωδώς να βρεις εξηγήσεις και ερμηνείες για τα πάντα;

Ίσως για αυτό πρέπει να ξέρεις τι θέλει να πει ο ποιητής.

Για να συμπληρώσεις κάποτε το πάζλ.

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Ο λευκός βασιλιάς

Ευθεία στον ορίζοντα ξεπροβάλει ένας θεόρατος πύργος. Είναι τόσο ψηλός που καλύπτει κάθε αχτίδα φωτός. Κάποτε ίσως να ταν λευκός αλλά τώρα είναι μαύρος, σαν καμένος. Στα θεμέλια φαίνονται οι στάχτες.

Στη γωνία μια μάγισσα παραμονεύει. Τα μαλλιά της μακριά και στο χρώμα του εβένου. Όπως και τα μοχθηρά της μάτια. Τους μάγεψε όλους λένε και τώρα την αποκαλούν βασίλισσα.

Γύρω από τον πύργο υπάρχουν διασκορπισμένοι στρατιώτες με στολές φτιαγμένες από πίσσα και δυο καβαλάρηδες με μαύρες μπέρτες πάνω σε δύο άγρια κατάμαυρα άλογα.

Μπορείς να μυρίσεις τον πόλεμο και τον θάνατο στην ατμόσφαιρα.

Με κάθε βήμα του ο βασιλιάς είναι σαν να στήνει τη δικιά του παγίδα θανάτου.

Όλα τα μέτωπα είναι ανοιχτά και αυτός ανήμπορος να τα αντιμετωπίσει.

Έχει χάσει τα πάντα μα ακόμα δεν είναι έτοιμος να αποχαιρετήσει την Αλεξάνδρεια. *

Η μάγισσα ορμάει μπροστά και ξωπίσω ακολουθούν οι καβαλάρηδες.

Αναπολώντας τις περασμένες νίκες ο βασιλιάς στέκει ακίνητος, ασάλευτος.

Αλλά πρέπει να κάνει την τελευταία του κίνηση.

Ο χρόνος περνάει.

Η κλεψύδρα αδειάζει.

Οι δείκτες κινούνται δίχως κανέναν οίκτο.

Τελευταία κίνηση.

Αποχαιρέτα την.

Ένα βήμα μπροστά.


Ρουά ματ.


Τουλάχιστον πρόλαβε να αποχαιρετήσει την Αλεξάνδρεια.

Σημείωση: Πάντα προτιμούσα να διαλέγω τα λευκά πιόνια στο σκάκι. Κι ας έχανα. Οι λευκοί ήτανε πάντα οι καλοί.

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Beirut



Καιρό είχα να γράψω κάτι για μουσική. Με φάγαν οι λογοτεχνίες και οι μετακομίσεις βλέπεις. Αλλά εδώ είμαστε και πάλι, δυναμικά, για να επανορθώσουμε.

Στα σκαριά (όπου σκαριά βάλε τις ιδέες που χω στο κεφάλι μου) περίμενε εδώ και κάνα δίμηνο ένα συγκρότημα ονόματι Beirut-βλέπε Βηρυτός.
Οι Beirut λοιπόν μας έρχονται από Αμερική μεριά αν και με το πρώτο άκουσμα της μουσικής τους θα έκοβα το κεφάλι μου οτι πρόκειται για ευρωπαϊκής καταγωγής μουσικούς και δη ανατολοβαλκανικής προελεύσεως. Από ότι φαίνεται παρόλα αυτά ο μόλις εικοσικάτι Zach Condon, ιδρυτής του συγκροτήματος, ερχόμενος στα 17 του στην Ευρώπη για να ταξιδέψει και να γνωρίσει τον κόσμο, έτυχε να γνωριστεί με την Βαλκανική μουσική, τους ευρωπαϊκούς ήχους και τις παραδοσιακές μελωδίες δεκάδων χωρών- ευτυχώς για μας να λέμε. Γοητευμένος αν μη τι άλλο από την μοναδικότητα της μουσικής αυτής μαζεύει τους Beirut και ηχογραφεί το 2006 το πρώτο –και ως στιγμής κορυφαίο- άλμπουμ τους «Gulag Orkestar».

Με ένα από τα πιο όμορφα, αν όχι το ομορφότερο, εξώφυλλο δίσκου που έχω δει τα τελευταία χρόνια το «Gulag Orkestar» αναμφίβολα σε ταξιδεύει μέσα από τα 11 κομμάτια του σε γραφικά τοπία, σε ιστορίες ανθρώπων, σε ατελείωτες διαδρομές. Σε παραπέμπει σε σάουντρακ ευρωπαϊκού ρομαντικού κινηματογράφου και σου αφήνει λογής λογής συναισθήματα. Το ομώνυμο «Gulag Orkestar» σε εκπλήσσει ευχάριστα με την νοσταλγική (δεν θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω διαφορετικά) μελωδία του, σου συστήνει την ήρεμη και ακατέργαστη φωνή του Zach Condon και σε προετοιμάζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει. Το Prenzlauerberg φωνάζει Balkan, το Brandenburg θυμίζει υπαίθρια μπάντα στα πλακόστρωτα σοκάκια μικρής κωμόπολης, το Rhineland γεννά ένα πρωτόγνωρο αίσθημα ευτυχίας ανακατωμένο με δόσεις μελαγχολίας και όλα τα υπόλοιπα τραγούδια με τα παράξενα ονόματα (Mount Wroclai, The Canals of Our City και λοιπά) συμβάλλουν με τις «πολύχρωμες» συνθέσεις τους και την αίσθηση που σου αφήνουν στην δημιουργία ενός άλμπουμ το οποίο μπορείς να ακούς ξανά και ξανά χωρίς να σε κουράζει στο ελάχιστο.

Must: Μια γραφική πέτρινη αυλή, μια άνετη πολυθρόνα, ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και το «Gulag Orkestar». Ισως και ένα καλό βιβλίο.


Εν τω μεταξύ μαθαίνω πως οι Beirut πέρασαν και από Ελλάδα με τα τσέλο, τα ακορντεόν, τα ουκουλέλε (κάτι σαν μικρή κιθαρούλα που κρατάει ο Zach αφού όπως διαβάζω στη βικιπαίδεια εξαιτίας τραυματισμού στον καρπό δεν μπορεί να παίξει κιθάρα. «Πένυ πιας το ουκουλέλε!»-εμβόλιμο σχόλιο προς συγκεκριμένη αναγνώστρια.) και τα τύμπανά τους, αφήνοντας διφορούμενες εντυπώσεις και κάνοντας με να αναρωτιέμαι αν πρόκειται να ανακαλύψω ποτέ καναν μουσικό την ώρα που πρέπει και όχι 5 χρόνια μετά.

Οι Beirut συνεχίζοντας το 2007 κυκλοφορούν το δεύτερο άλμπουμ τους «Τhe flying club cup». Παραμένουν στο ίδιο ακριβώς στυλ που έχουν επιλέξει με λιγότερη ωστόσο-κατά την προσωπική ταπεινή μου άποψη-έμπνευση, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως ο δίσκος δεν ακούγεται ευχάριστα, ειδικά αν σου άρεσε το ντεμπούτο τους. Ανάλαφρο σε γενικές γραμμές με λαμπρές εξαιρέσεις τα Ιn the mausoleum, Cliquot, Guyamas sonora και Α sunday smile.

Must: Oτι πρέπει για χαλαρωτική υπόκρουση σε κουραστικά roadtrips. Απαραίτητο ένα καλό βιβλίο.

Από το 2007 είμαι σίγουρη πως ο πολυάσχολος Zach έχει κάνει πολλά περισσότερα πράγματα τα οποία δεν γνωρίζω ακόμη. Γράφοντας το κείμενο αυτό και κάνοντας την ανάλογη έρευνα έτυχε να διαβάσω σε κάποιο site κριτικών ένα σχόλιο που περιγράφει ακριβώς αυτό που συμβαίνει με τον πρώτο δίσκο των Beirut: “To "Gulag Orkestar" τις είχε τις στιγμές του, κι ας ήταν περισσότερο σε ενιαίο σόλο άλμπουμ παρά σε σύνολο τραγουδιών από όσο φάνηκε και καταλάβαμε, και γι' αυτό ένα χρόνο μετά δύσκολα θυμάσαι ένα τραγούδι του που να ξεχωρίζει πάρα πολύ, αλλά εύκολα περιγράφεις το στιλ του και πέφτεις ολότελα μέσα.”. Σκεπτόμενη λοιπόν το παραπάνω και έχοντας πρόσφατη στο κεφάλι μου την μικρή απογοήτευση του «Τhe flying club cup» αναρωτιέμαι το εξής:

Αξίζει άραγε να συνεχίζω να δίνω ευκαιρίες στους Beirut ευελπιστώντας σε κάτι φρέσκο και μοναδικό ρισκάροντας ωστόσο να συναντήσω μόνο το ίδιο μοτίβο επαναλήψεων μιας πετυχημένης συνταγής σε μελλοντικές νερόβραστες φόρμες που αν μη τι άλλο θα με απομακρύνουν ακουστικά από τις αρχικές και άκρως ερωτεύσιμες εκτελέσεις; Ή μήπως είναι καλύτερα να θυμάμαι τους Beirut μονάχα για την ανεπανάληπτη αίσθηση ενθουσιασμού και το κοκτέιλ συναισθημάτων που μου άφησε το «Gulag Orkestar»; Ιδού η απορία!



Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

Στην ταράτσα


Ανεβαίνεις, ανεβαίνεις, ανεβαίνεις…Ατελείωτα ξύλινα σκαλιά. Τρίζουν καθώς συνεχίζεις να ανεβαίνεις ελπίζοντας πως η θέα θα σε ανταμείψει στο τέλος. Προσπερνάς παλιούς σκονισμένους καναπέδες, παράθυρα με σπασμένα τζάμια και τοίχους που κλέψαν ζωή από κάτι παιδιά με σπρέι. Τα παρατηρείς όλα με την άκρη του ματιού σου.

-Συγκεντρώσου! Μπροστά είναι ο στόχος.
-Γύρω όμως είναι η ζωή.

Κι αν η σκουριασμένη πόρτα της ταράτσας είναι κλειδωμένη; Τα λουκέτα δεν ανοίγουν πια με τσιμπιδάκια.
Κι αν η θέα που περιμένεις να αντικρίσεις σε γελάσει;
Τι γίνεται αν σε εξαπάτησαν όλοι όσοι σου παν πως στην ταράτσα ετούτη κατοικούνε μάγισσες, νεράιδες, ξωτικά;
Έμαθες να ελπίζεις και να ονειρεύεσαι, δεν μπορείς να αλλάξεις πια.

Από μικρό τον λέγανε παράξενο. Έκανε πράγματα αλλόκοτα, που μόνο εκείνος καταλάβαινε. Καθόταν με τις ώρες στο παραθυράκι της σοφίτας κοιτώντας τον κήπο έξω και ονειρευόταν. Άλλοτε ξάπλωνε σε ταράτσες πολυκατοικιών – «εδώ τίποτα δεν μου κρύβει τον ουρανό», έτσι έλεγε – και χανόταν με τις ώρες. Μια μελαχρινή τον είχε πει κάποτε ρομαντικό. Αυτός προτιμούσε το παράξενος.

Ούτε στα μισά δεν έφτασες ακόμα. Το σακάκι σε ζεσταίνει. Ιδρώνεις. Πρώτη φορά το μυαλό σου είναι τόσο κενό-κενό από σκέψεις, από αναμνήσεις, ακόμη κι από όνειρα. Στα χαώδη σοκάκια των σκέψεων τα πάντα είναι νεκρά, σαν να έπεσε θανατικό παντού τριγύρω.
Το μόνο που υπάρχει εκεί μέσα είναι η εικόνα από το τελευταίο σκαλοπάτι. Αργεί ακόμα άραγε;

Με ένα βιβλίο παραμάσχαλα και τα ακουστικά στα αυτιά εξερευνούσε τον κόσμο. Ένα πικάπ θα ταίριαζε περισσότερο με το ρετρό κοτλέ σακάκι του και τη μακριά καμπαρντίνα που φορούσε συνεχώς. Είχε αφήσει γένια μερικών εβδομάδων και τα μαλλιά του είχαν μακρύνει λίγο. Έμοιαζε ώριμος και σοφιστικέ, ακόμη κι αν στην πραγματικότητα ήταν απλά ένα παράξενο παιδί.

Πάρε τσιγάρο.

-Σκοτώνει ξες.
-Εγώ είμαι νεκρός εδώ και χρόνια.

Η σκάλα στενεύει εδώ πέρα και τα σκαλιά τρίζουν ακόμα περισσότερο. Ένα βήμα κι ίσως να γκρεμιστούν όλα. Όπως γκρεμίστηκαν τα όνειρα σου.
Μα εσύ είπαμε, έμαθες να ελπίζεις και να ονειρεύεσαι, και δεν μπορείς να αλλάξεις πια. Ελπίζεις πως όταν φτάσεις εκεί πάνω και δεις ξανά τον ουρανό θα θυμηθείς πως ονειρεύονται οι άνθρωποι. Ελπίζεις πως θα θυμηθείς εκείνο το παράξενο παιδί.

Στο περβάζι του παραθύρου έχει ένα ασημένιο τασάκι. Μη το σβήσεις κάτω.

Τον καφέ του τον έπινε πάντα πολύ αργά- απολάμβανε το άρωμα του, και τη γεύση που άφηνε στα χείλη του. Ακόμα θυμάμαι τον τρόπο του. Το ντελικάτο νεύμα στο σερβιτόρο, την ήρεμη και βαθιά φωνή του, τις ανακριτικές ματιές στο χώρο…Τα πάντα του ανήκαν εκεί μέσα. Τα πάντα και οι πάντες. Σε γοήτευε και σε παραξένευε ταυτόχρονα. Ήταν από τους ανθρώπους που χαμογελούσαν με τα μάτια και μιλούσαν με τις πράξεις. Αγαπήθηκε πολύ. Και αγάπησε και αυτός.

Λαχάνιασες και το σακάκι σε ζεσταίνει ακόμα. Τώρα τρία σκαλιά πιο κάτω σκονίζεται ένα κουβάρι και εσύ συνεχίζεις να ανεβαίνεις. Ένα κοτλέ σακάκι. Βλέπεις φως ή είναι ιδέα σου; Οι παραισθήσεις σου είναι συχνές τώρα τελευταία οπότε καλύτερα να μην ενθουσιάζεσαι. Θυμάσαι τις προάλλες που πίστευες πως την είδες να κάθεται στο μπαλκόνι σου και να διαβάζει ποιήματα όπως τότε. Πως είναι δυνατόν;
Τα μάτια σου πονάν. Πονάν απ το φως, δεν είναι ιδέα σου τελικά. Ναι, το φως δυναμώνει σε κάθε σου βήμα. Πλησιάζεις.

Επιτέλους.

Την τελευταία φορά ήθελε να το φωνάξει από την ταράτσα.
Την άρπαξε από το χέρι και άρχισαν να τρέχουν. Ο αέρας έπαιρνε τα μακριά της μαλλιά και τα πετούσε μπροστά στο πρόσωπο του. Θυμάρι και λεβάντα.
Μέσα στην έρημη πολυκατοικία ακούγονταν μόνο τα βήματα και οι ανάσες τους καθώς ανέβαιναν τρέχοντας τα αμέτρητα σκαλιά. «Που πάμε;» είχε ακουστεί η φωνή της μέσα από τα λαχανητά. «Θα δεις.» της αποκρίθηκε με ένα παιχνιδιάρικο μειδίαμα. Λίγα σκαλιά ακόμα…λίγο ακόμα.

«Φτάσαμε.»

Έφτασες.

Η πόρτα είναι ξεκλείδωτη και η ταράτσα άδεια, όπως και τότε.


Σημείωση: Αν γράφαμε για αυτά που μας συμβαίνουν, η ζωή μας θα παραήταν ενδιαφέρουσα για να καθόμαστε να γράφουμε.

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

All we've got left

Ή πραγματικά εμπνευσμένος ήταν αυτός που το έγραψε...ή πραγματικά φτιαγμένος.

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Η πρώτη βροχή του χειμώνα

Σήμερα το πρωί που ξύπνησα έβρεχε. Και είχε κρύο. Όρμησα στην ντουλάπα ψάχνοντας για καμιά φούτερ μα το μόνο που βρήκα ήταν μια παλιά μαύρη ζακέτα. Τα μανίκια μου ναι λίγο κοντά αλλά ποιός νοιάζεται τώρα για τα μανίκια. Ήπια τον καφέ μου μονοκοπανιά και τώρα κάθομαι με τις ώρες και βλέπω τη βροχή. Δε λέει να σταματήσει. Που και που δυναμώνει για κάνα πεντάλεπτο και μετά ηρεμεί πάλι και το γυρνάει στο ψιχάλισμα. Απ’ το λάπτοπ ακούγεται στέρεο νόβα. Το κλεμμένο ποδήλατο. «Θα διασχίσεις ένα πρωινό τον κόσμο και θα ‘ναι πιο όμορφος και από ένα όνειρο…». Μάλλον δεν θα ‘ναι το σημερινό το πρωινό αυτό. Ανοίγω ελαφρά το παράθυρο-ίσα ίσα να μυρίσει το σπίτι λίγη βροχή- και ξαπλώνω ξανά στο κρεβάτι. Αν κάπνιζα θα ταίριαζε τώρα.

Κάτι τέτοια μελαγχολικά, μουντά πρωινά σου θυμίζουν πως χειμωνιάζει όπου να ‘ναι. Τώρα παίζει το «Ταξίδι της φάλαινας». Προσπαθώ να καταλάβω γιατί αυτός ο τίτλος. Από πότε ταξιδεύουν οι φάλαινες; Ωραίοι στίχοι. Αληθινοί.

Ξεχνιέμαι…

Πήγε 12 και ακόμα πέφτουν σταγόνες έξω. Μια στις τόσες περνάει κανένα αμάξι και μου θυμίζει πως υπάρχει ακόμα ζωή. Είμαι ξύπνια από τις 9 και ακόμα δεν έχει συμβεί τίποτα. Ούτε τηλέφωνο, ούτε κουδούνι, ούτε τους γείτονες ακούω σήμερα. Η playlist αρχίζει πάλι από την αρχή με τον Εξώστη. Νομίζω ότι θα πάθω κατάθλιψη αλλά δε με πειράζει. Αρνούμαι να ανοίξω την τηλεόραση. Όχι σήμερα.

Να ξεχαστώ ξανά στις σκέψεις; Γιατί όχι; Κανένα βιβλίο να πάω να αγοράσω αύριο, ξέμεινα. Άλλοι ξεμένουν από τσιγάρα και συμπόνια, εγώ ξεμένω από βιβλία και σινεμά. Α, κι από όνειρα καμιά φορά. Αλλά ευτυχώς βρίσκονται εύκολα αυτά-είναι φτηνά βλέπεις.

Φτηνιάρικα όνειρα για την ελίτ.

Κάτι πρωινά σαν τα σημερινά είναι ιδανικά για να αγοράσεις όνειρα. Μόνο πρόσεχε να μη σε ρίξουν. Να ψάξεις για αυτά που αν και μισοτιμής δείχνουν όμορφα μες στο δωμάτιο, το γεμίζουν χρώμα και φαίνονται αξίας. Θα τους ξεγελάσεις τους περισσότερους-αν είσαι τυχερός ίσως ξεγελάσεις και τον εαυτό σου.

«Μικρό Αγόρι». Μία η ώρα. Ακόμα ψιχαλίζει. Έτσι θα τη βγάλω σήμερα. Και αύριο. Ίσως και μεθαύριο. Θα γεμίσω τις μέρες μου με σκέψεις, αναμνήσεις, τραγούδια και βροχή. Θα ψάχνω ανάμεσα στους νευρώνες του εγκεφάλου μου να βρω κάτι που θα αξίζει. Κάτι πρωτότυπο, μια έμπνευση, ένα «κάτι». Μήπως να πάρω ναρκωτικά καλύτερα;

Δυνάμωσε πάλι η βροχή. Ακούγεται δυνατά τώρα. Ανοίγω εντελώς το παράθυρο και κάθομαι όρθια βλέποντας το ποτάμι που σχηματίζεται στο δρόμο. Θες κανό για να περάσεις απέναντι. Η ατμόσφαιρα μυρίζει ωραία…Ξεπλύθηκε η βρωμιά για την ώρα.

Κρύωσα. Πάω μέχρι τη ντουλάπα να φορέσω κάλτσες. Μπαίνοντας πάλι στο δωμάτιο το λάπτοπ συνεχίζει να παίζει.«Έξι η ώρα τα χαράματα ο εγωισμός μου δεν περνάει…». Κοιτάω το ρολόι πάνω απ’ το γραφείο. Στις 2 παρά είκοσι μια χαρά περνάει.

Το κινητό χτυπάει και τρομάζω. Επιτέλους.

Κλείνω το λάπτοπ.

Ακόμα δεν κατάλαβα γιατί το ταξίδι της φάλαινας.



Σημείωση: Στα Γιάννενα βρέχει πολύ και συνέχεια. Κάθε μέρα σχεδόν. Το κείμενο αυτό γράφτηκε στη Θεσσαλονίκη.

Ratings and Recommendations by outbrain