Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011
Στην ταράτσα
Ανεβαίνεις, ανεβαίνεις, ανεβαίνεις…Ατελείωτα ξύλινα σκαλιά. Τρίζουν καθώς συνεχίζεις να ανεβαίνεις ελπίζοντας πως η θέα θα σε ανταμείψει στο τέλος. Προσπερνάς παλιούς σκονισμένους καναπέδες, παράθυρα με σπασμένα τζάμια και τοίχους που κλέψαν ζωή από κάτι παιδιά με σπρέι. Τα παρατηρείς όλα με την άκρη του ματιού σου.
-Συγκεντρώσου! Μπροστά είναι ο στόχος.
-Γύρω όμως είναι η ζωή.
Κι αν η σκουριασμένη πόρτα της ταράτσας είναι κλειδωμένη; Τα λουκέτα δεν ανοίγουν πια με τσιμπιδάκια.
Κι αν η θέα που περιμένεις να αντικρίσεις σε γελάσει;
Τι γίνεται αν σε εξαπάτησαν όλοι όσοι σου παν πως στην ταράτσα ετούτη κατοικούνε μάγισσες, νεράιδες, ξωτικά;
Έμαθες να ελπίζεις και να ονειρεύεσαι, δεν μπορείς να αλλάξεις πια.
Από μικρό τον λέγανε παράξενο. Έκανε πράγματα αλλόκοτα, που μόνο εκείνος καταλάβαινε. Καθόταν με τις ώρες στο παραθυράκι της σοφίτας κοιτώντας τον κήπο έξω και ονειρευόταν. Άλλοτε ξάπλωνε σε ταράτσες πολυκατοικιών – «εδώ τίποτα δεν μου κρύβει τον ουρανό», έτσι έλεγε – και χανόταν με τις ώρες. Μια μελαχρινή τον είχε πει κάποτε ρομαντικό. Αυτός προτιμούσε το παράξενος.
Ούτε στα μισά δεν έφτασες ακόμα. Το σακάκι σε ζεσταίνει. Ιδρώνεις. Πρώτη φορά το μυαλό σου είναι τόσο κενό-κενό από σκέψεις, από αναμνήσεις, ακόμη κι από όνειρα. Στα χαώδη σοκάκια των σκέψεων τα πάντα είναι νεκρά, σαν να έπεσε θανατικό παντού τριγύρω.
Το μόνο που υπάρχει εκεί μέσα είναι η εικόνα από το τελευταίο σκαλοπάτι. Αργεί ακόμα άραγε;
Με ένα βιβλίο παραμάσχαλα και τα ακουστικά στα αυτιά εξερευνούσε τον κόσμο. Ένα πικάπ θα ταίριαζε περισσότερο με το ρετρό κοτλέ σακάκι του και τη μακριά καμπαρντίνα που φορούσε συνεχώς. Είχε αφήσει γένια μερικών εβδομάδων και τα μαλλιά του είχαν μακρύνει λίγο. Έμοιαζε ώριμος και σοφιστικέ, ακόμη κι αν στην πραγματικότητα ήταν απλά ένα παράξενο παιδί.
Πάρε τσιγάρο.
-Σκοτώνει ξες.
-Εγώ είμαι νεκρός εδώ και χρόνια.
Η σκάλα στενεύει εδώ πέρα και τα σκαλιά τρίζουν ακόμα περισσότερο. Ένα βήμα κι ίσως να γκρεμιστούν όλα. Όπως γκρεμίστηκαν τα όνειρα σου.
Μα εσύ είπαμε, έμαθες να ελπίζεις και να ονειρεύεσαι, και δεν μπορείς να αλλάξεις πια. Ελπίζεις πως όταν φτάσεις εκεί πάνω και δεις ξανά τον ουρανό θα θυμηθείς πως ονειρεύονται οι άνθρωποι. Ελπίζεις πως θα θυμηθείς εκείνο το παράξενο παιδί.
Στο περβάζι του παραθύρου έχει ένα ασημένιο τασάκι. Μη το σβήσεις κάτω.
Τον καφέ του τον έπινε πάντα πολύ αργά- απολάμβανε το άρωμα του, και τη γεύση που άφηνε στα χείλη του. Ακόμα θυμάμαι τον τρόπο του. Το ντελικάτο νεύμα στο σερβιτόρο, την ήρεμη και βαθιά φωνή του, τις ανακριτικές ματιές στο χώρο…Τα πάντα του ανήκαν εκεί μέσα. Τα πάντα και οι πάντες. Σε γοήτευε και σε παραξένευε ταυτόχρονα. Ήταν από τους ανθρώπους που χαμογελούσαν με τα μάτια και μιλούσαν με τις πράξεις. Αγαπήθηκε πολύ. Και αγάπησε και αυτός.
Λαχάνιασες και το σακάκι σε ζεσταίνει ακόμα. Τώρα τρία σκαλιά πιο κάτω σκονίζεται ένα κουβάρι και εσύ συνεχίζεις να ανεβαίνεις. Ένα κοτλέ σακάκι. Βλέπεις φως ή είναι ιδέα σου; Οι παραισθήσεις σου είναι συχνές τώρα τελευταία οπότε καλύτερα να μην ενθουσιάζεσαι. Θυμάσαι τις προάλλες που πίστευες πως την είδες να κάθεται στο μπαλκόνι σου και να διαβάζει ποιήματα όπως τότε. Πως είναι δυνατόν;
Τα μάτια σου πονάν. Πονάν απ το φως, δεν είναι ιδέα σου τελικά. Ναι, το φως δυναμώνει σε κάθε σου βήμα. Πλησιάζεις.
Επιτέλους.
Την τελευταία φορά ήθελε να το φωνάξει από την ταράτσα.
Την άρπαξε από το χέρι και άρχισαν να τρέχουν. Ο αέρας έπαιρνε τα μακριά της μαλλιά και τα πετούσε μπροστά στο πρόσωπο του. Θυμάρι και λεβάντα.
Μέσα στην έρημη πολυκατοικία ακούγονταν μόνο τα βήματα και οι ανάσες τους καθώς ανέβαιναν τρέχοντας τα αμέτρητα σκαλιά. «Που πάμε;» είχε ακουστεί η φωνή της μέσα από τα λαχανητά. «Θα δεις.» της αποκρίθηκε με ένα παιχνιδιάρικο μειδίαμα. Λίγα σκαλιά ακόμα…λίγο ακόμα.
«Φτάσαμε.»
Έφτασες.
Η πόρτα είναι ξεκλείδωτη και η ταράτσα άδεια, όπως και τότε.
Σημείωση: Αν γράφαμε για αυτά που μας συμβαίνουν, η ζωή μας θα παραήταν ενδιαφέρουσα για να καθόμαστε να γράφουμε.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου