Ευθεία στον ορίζοντα ξεπροβάλει ένας θεόρατος πύργος. Είναι τόσο ψηλός που καλύπτει κάθε αχτίδα φωτός. Κάποτε ίσως να ταν λευκός αλλά τώρα είναι μαύρος, σαν καμένος. Στα θεμέλια φαίνονται οι στάχτες.
Στη γωνία μια μάγισσα παραμονεύει. Τα μαλλιά της μακριά και στο χρώμα του εβένου. Όπως και τα μοχθηρά της μάτια. Τους μάγεψε όλους λένε και τώρα την αποκαλούν βασίλισσα.
Γύρω από τον πύργο υπάρχουν διασκορπισμένοι στρατιώτες με στολές φτιαγμένες από πίσσα και δυο καβαλάρηδες με μαύρες μπέρτες πάνω σε δύο άγρια κατάμαυρα άλογα.
Μπορείς να μυρίσεις τον πόλεμο και τον θάνατο στην ατμόσφαιρα.
Με κάθε βήμα του ο βασιλιάς είναι σαν να στήνει τη δικιά του παγίδα θανάτου.
Όλα τα μέτωπα είναι ανοιχτά και αυτός ανήμπορος να τα αντιμετωπίσει.
Έχει χάσει τα πάντα μα ακόμα δεν είναι έτοιμος να αποχαιρετήσει την Αλεξάνδρεια. *
Η μάγισσα ορμάει μπροστά και ξωπίσω ακολουθούν οι καβαλάρηδες.
Αναπολώντας τις περασμένες νίκες ο βασιλιάς στέκει ακίνητος, ασάλευτος.
Αλλά πρέπει να κάνει την τελευταία του κίνηση.
Ο χρόνος περνάει.
Η κλεψύδρα αδειάζει.
Οι δείκτες κινούνται δίχως κανέναν οίκτο.
Τελευταία κίνηση.
Αποχαιρέτα την.
Ένα βήμα μπροστά.
Ρουά ματ.
Τουλάχιστον πρόλαβε να αποχαιρετήσει την Αλεξάνδρεια.
Σημείωση: Πάντα προτιμούσα να διαλέγω τα λευκά πιόνια στο σκάκι. Κι ας έχανα. Οι λευκοί ήτανε πάντα οι καλοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου