Πάντα θεωρούσα πώς το να γράψεις ένα ποίημα είναι πιο εύκολο από ένα πεζό. Μια ασύνδετη και αφηρημένη μορφή, όμορφες και «εύθραυστες» λέξεις που σου δημιουργούν εικόνες υποσυνείδητα και αυτό είναι.Ένα γλυκό χάος μέσα στο οποίο ψάχνεις για νοήματα.
Σαν την αφηρημένη τέχνη. Μια πινελιά κόκκινου χρώματος σε έναν κάτασπρο καμβά και μπορεί να θεωρηθεί αριστουργηματικό.
Λίγη εμπιστοσύνη φτάνει να χεις, στη φαντασία του δέκτη. Ακόμη και αν για σένα ήταν μια απλή πινελιά για αυτόν μπορεί να είναι μια ολόκληρη κριτική για τον σύγχρονο κόσμο , μια πρωτόγνωρη κοσμοθεωρία, μια έμπνευση.
Αυτοί που δεν ξέρουν θα τρέξουν και θα λατρέψουν τα πάντα, θα παπαγαλίσουν την κριτική, την υποτιθέμενη κοσμοθεωρία σου.Θα την αντιγράψουν. Θα την κάνουν μόδα. Θα την εξυμνούν παντού, όλες τις ώρες, μέχρι να ξεφτίσει τελείως.
Αυτοί που ξέρουν θα αδιαφορήσουν. Ξέρουν, δεν ψάχνουν άλλο. Μπορούν να κρίνουν αλλά δεν αξίζει λένε.
Οι έξυπνοί θα ρίξουν μια ματιά και μετά θα επιστρέψουν και πάλι στις δικές τους σκέψεις. Το μήνυμα το πήραν.
Πόση σημασία έχει λοιπόν στις τέχνες-στη μουσική, στη λογοτεχνία, στη ποίηση, στον κινηματογράφο- η αρχική πρόθεση του δημιουργού;
Λίγη έως καμία;
Αν είναι έτσι γιατί επιμένεις να ψάχνεις μανιωδώς να βρεις εξηγήσεις και ερμηνείες για τα πάντα;
Γιατί να πρέπει να ξέρεις τι θέλει να πει ο ποιητής;
Τα πάντα είναι θέμα οπτικής γωνίας. Έτσι λένε.
Αν λένε αλήθεια τότε η ζωή σου μοιάζει με ένα πολυώροφο πολυγωνικό κτίριο με γυάλινους τοίχους.
Χιλιάδες γωνίες και αμέτρητοι όροφοι.
Αμέτρητα δωμάτια.
Κάπως βρέθηκες σε μια γωνιά στον τρίτο να παρατηρείς τον κόσμο που περνάει απ’ έξω. Μπορείς μάλιστα να πάς και μέχρι την απέναντι γωνία, να κοιτάξεις έξω και να δεις άλλον κόσμο να περνάει. Διαφορετικό.
Κάποιος, κάποτε, σε έβαλε εκεί μέσα χωρίς να σε ρωτήσει και χωρίς να σου δώσει τρόπο διαφυγής-ούτε σκάλες, ούτε πόρτα, ούτε ασανσέρ. Μπορείς να τριγυρνάς επ’ άπειρον μέσα στο δωμάτιο, να βλέπεις τη θέα και από τις τέσσερις μεριές του δωματίου μα πότε δεν θα δεις τον ήλιο όπως τον βλέπει αυτός στον 8ο όροφο.
Μπορείς όμως να αφήσεις τον ένοικο στον 8ο να σου περιγράψει τον ήλιο που βλέπει, να στον ζωγραφίσει, να σου τραγουδήσει τα συναισθήματα που του προκαλεί. Κι εσύ με τη σειρά σου να του πεις πως για σένα οι άνθρωποι δεν είναι γκρίζες πανομοιότυπες κουκίδες που τρέχουν γρήγορα άλλα έχουν διάφορες μορφές, διάφορα χρώματα, και δεν τρέχουν πάντα. Καμιά φορά στέκονται και χαζεύουν τους γύρω, τα δέντρα και τον ουρανό. Αν σε πιστέψει καλώς,. Αν όχι, φρόντισε να τον πιστέψεις εσύ.
Μόνο έτσι, ακούγοντας σιγά σιγά όλους τους ένοικους- την ήσυχη γιαγιά στον έβδομο, τον μικρό στον πρώτο, εκείνον τον ψηλό στον τέταρτο που δε μιλά τη γλώσσα σου, τον κλέφτη που έκλεισαν στο υπόγειο και την μελαγχολική κοπέλα με τα πράσινα μάτια και τα μακριά μαλλιά στο ρετιρέ- μπορεί κάποτε συναρμολογώντας τα σαν από πάζλ κομμάτια να καταφέρεις να φανταστείς πως μοιάζει ο κόσμος σου όταν τον κοιτάς απ’ έξω.
Πάντα θα βλέπεις βέβαια τις «γραμμές» του πάζλ ,πάντα θα σου λείπουν κομμάτια και ποτέ, μα ποτέ, δεν θα σαι σίγουρος πως το συναρμολόγησες σωστά άλλα πλέον όταν θα βρίσκεσαι μέσα στο δωμάτιο και όλα γύρω σκοτεινιάζουν θα μπορείς να κλείνεις τα μάτια και να φαντάζεσαι το πάζλ ολοκληρωμένο.
Ίσως τελικά για αυτό συνεχίζεις και επιμένεις να ψάχνεις μανιωδώς να βρεις εξηγήσεις και ερμηνείες για τα πάντα;
Ίσως για αυτό πρέπει να ξέρεις τι θέλει να πει ο ποιητής.
Για να συμπληρώσεις κάποτε το πάζλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου