-Κουβέρτες και παπλώματα και χουχούλιασμα και έξι μαξιλάρια
πίσω απ’ το κεφάλι.
-Ζεστό κρασί με άρωμα κανέλας.
Κι αυτή η μελαγχολία των γιορτών. Γλυκιά πάντα.
-Μυρωδιά από τζάκι κάθε φορά που ανοίγεις το παράθυρο.
-TomWaitsκαι λίγη τζαζ.
-Βιβλία μπόλικα.
-Σινεμά, και λίγο ακόμα σινεμά.
-Μελομακάρονα και κουραμπιέδες.
Μια αισιοδοξία που παλεύει με νύχια και με δόντια να βγει
μέσα από τα κλεισμένο ως επάνω καφετί παλτό.
-Η μυρωδιά του καφέ το πρωί που μοιάζει πιο έντονη μες στο
κρύο.
-Ο ήχος της βροχής που δεν λέει να σταματήσει.
-Ένα χαμόγελο στο ασφυκτικά γεμάτο λεωφορείο.
-Μικρές αποδράσεις, όπως κι αν μοιάζουν.
-Λευκές μέρες.
Τι κι αν είναι λίγο λιγότερο στολισμένη η πόλη; Κι αν τα
σκουπίδια μοιάζουν να ‘χουν αντικαταστήσει τα χριστουγεννιάτικα δέντρα φέτος;
Γύρνα δυο λεπτά απ’ την άλλη το βλέμμα σου. Όχι για να αγνοήσεις τους άστεγους
στα παγκάκια και στα πεζοδρόμια, την κρίση και την αγανάκτηση ή τη βρωμιά…γύρνα
λίγο μπας και βρεις το στήριγμα σου. Μπας και βρεις αυτούς τους ανθρώπους που
χουν βαρεθεί πια να γκρινιάζουν, που αρπάζουν την έμπνευση απ’ τα μαλλιά και
ζουν τα όνειρά τους. Αυτούς που κάνουν το αδύνατο δυνατό και χαμογελούν κάθε
πρωί, όχι από ειρωνεία και απελπισία αλλά από ικανοποίηση. Κι όταν τους βρεις
ακολούθα τους, γίνε κι εσύ ένα μαζί τους. Ας γίνουμε όλοι έτσι. Κόντρα σε ότι
δε μας αρέσει ας κάνουμε δημιουργώντας ότι πραγματικά μας αρέσει-κόντρα στην
τηλεόραση με ένα βιβλίο και όχι με παραπάνω γκρίνια, κόντρα στο γκρίζο της
πόλης με εθελοντισμό και αλληλεγγύη, κόντρα στην κρίση με μάθηση, εκπαίδευση
και γνώσεις. Μήπως-λέω μήπως- στο χέρι σου είναι να ‘σαι ευτυχισμένος; Έρχονται οι γιορτές κι όλοι ευχόμαστε υγεία
και αγάπη, χωρίς να τα εννοούμε πολύ πολύ. Τα λέμε τετριμμένα, από συνήθεια
ξεχνώντας πόσο τυχεροί είμαστε στα αλήθεια, αν τα ‘χουμε. Να, κάτι τέτοιες
μέρες ίσως μόνο να το θυμόμαστε γύρω απ’ το οικογενειακό τραπέζι- το πιο λιτό
για φέτος. Και μετά πάλι τα ίδια…μιζέρια, ρουτίνα, κατεβασμένα μούτρα.
Με την αθωότητα της νιότης λοιπόν, ας γυρίσουμε για λίγο το
βλέμμα απ’ την άλλη λέω εγώ. Ας προβληματιστούμε, ας ακούσουμε, ας μάθουμε. Ας
πράξουμε κάτι δικό μας για αλλαγή.
Που ξες; Ίσως αυτές οι μικρές όμορφες εικόνες να ‘ναι η
χαμένη αισιοδοξία που μας λείπει. Ένα καλημέρα το πρωί, μια ζωγραφιά σε έναν
τοίχο, λίγος χορός.
Ας γραπωθούμε από αυτές κι ας σκαρφαλώσουμε προς τα πάνω.
(διαβάζεται μετά συνοδείας όμορφου ταγκό!)
P.S.- Μια μικρή επιστροφή στις παλιές "γειτονιές". Nothing less,nothing more.
Το ξυπνητήρι του κινητού χτύπησε στις οκτώ και τέταρτο. Τρεις νότες και το έκλεισες. Γεύση μέντας και κρύο νερό στις και είκοσι. Όλα μηχανικά. Δυο γουλιές καφέ στις και μισή. Πικρός και χωρίς άρωμα. Όπως κάθε μέρα. Φόρεσες τα ίδια ρούχα με χτες και στις παρά είκοσι πέντε κλείδωσες. Δυο φορές. Όπως κάθε μέρα.
Ίδια διαδρομή. Γωνία στη γωνία, στενάκι στο στενάκι, βήμα στο βήμα. Στα αυτιά οι ίδιοι χιλιοακουσμένοι στίχοι. Τους ξέρεις απ’ έξω τώρα. Στο λεωφορείο η ίδια θέση πάντα. Πίσω παράθυρο είναι άδεια. Όπως κάθε μέρα. Τα τοπία έξω ίδια. Οι άνθρωποι διαφορετικοί. Πάντα κοιτάζεις τα τοπία.
Κενό.
Στο λεωφορείο η ίδια θέση πάντα. Πίσω παράθυρο είναι άδεια. Όπως κάθε βράδυ. Τα τοπία έξω ίδια. Οι άνθρωποι διαφορετικοί. Ποτέ δεν κοιτούσες τους ανθρώπους. Στα αυτιά οι ίδιοι χιλιοακουσμένοι στίχοι. Τους ξέρεις απ’ έξω τώρα. Βήμα στο βήμα, στενάκι στο στενάκι, γωνία στη γωνία. Ίδια διαδρομή. Όπως κάθε νύχτα.
Δυο φορές ξεκλείδωσες. Παρά τέταρτο. Τα ρούχα στην καρέκλα, έτοιμα, διπλωμένα για αύριο. Γεύση μέντας και κρύο νερό στις παρά δέκα. Το κενό γραπώνει τα όνειρα. Ακριβώς.
Το ξυπνητήρι του κινητού χτύπησε στις οκτώ και τέταρτο. Τρεις νότες και το έκλεισες.
Το κενό γραπώνει τα όνειρα. Ακριβώς.
Το ξυπνητήρι του κινητού χτύπησε στις οκτώ και τέταρτο. Τρεις νότες και το έκλεισες.
Αργοπεθαίνουμε όλοι μας άραγε; Ή μήπως είμαστε ήμαστε ήδη νεκροί. Ναρκωμένοι.
Οκτώ γράμματα βγαίνουν όλο και πιο συχνά από τα στόματα. «Βαριέμαι». Λέμε πως θα κάνουμε πράγματα ˙ πως θα ταξιδέψουμε, πως θα διαβάσουμε, πως θα γνωρίσουμε, κι όλο στα λόγια σκοντάφτουμε και δεν σηκωνόμαστε ξανά. Ζηλεύουμε όσους τολμούν αλλά ποτέ μας δε ρισκάρουμε. Δε ρισκάρουμε μια νέα διαδρομή κάθε πρωί, ένα στενό παραδίπλα-κι ας είναι πιο μακριά, κι ας έχει ανηφόρα. Συνηθίσαμε.
Η πόλη μας ξινίζει αλλά τη συνηθίσαμε πια. Δεν έχει ελπίδα, δεν έχει ευκαιρίες, είναι πάντα γκρίζα… «θα συνηθίσεις με τον καιρό». Η χώρα μας βρωμάει. Θέλει αλλαγή, θέλει φρεσκάδα. Θέλει διάλυση και όλα απ’ το μηδέν. «Μπα, έτσι έχουν τα πράγματα». Οι άνθρωποι μας εκνευρίζουν. Η απαισιοδοξία, η γκρίνια, η μιζέρια. «Τον έχω συνηθίσει πια τόσα χρόνια». Συνηθίσαμε.
Συνηθίσαμε και να γκρινιάζουμε. Παραπονιόμαστε για τη βροχή ή για τη ζέστη, νευριάζουμε για τα προγράμματα, νευριάζουμε με τους άλλους. Με τον εαυτό μας καμία φορά, αν τύχει. Μα εκεί έχουν καβάτζα οι δικαιολογίες. Συνηθίσαμε και τις δικαιολογίες.
Καταραμένη συνήθεια. Γλυκιά κατάρα όμως.
Όσο την τρέμεις σε πλησιάζει προσφέροντας σου δώρα ˙ σιγουριά και ηρεμία. Η ηρεμία που έχεις μάθει να επιθυμείς. Αυτή που καμιά φορά φωνάζεις απραξία και κάποιες άλλες ευτυχία. Οργάνωση, τάξη…κενό. Αυτή που τη βάπτισαν θάνατο μα χρόνια τώρα συστήνεται ηρεμία. Ο μεγαλύτερός μας φόβος, δίπλα μας σαν πάντα.
Και ακόμη και όταν ξυπνάς στιγμιαία απ’ τη νάρκωση, τα καλοκαίρια ή τώρα, πάντα καραδοκεί κάπου παραδίπλα. Ξεβόλεμα τα ταξίδια, ανούσιες οι αλλαγές. Το ξυπνητήρι στις και τέταρτο θα ‘ναι εκεί.
Πότε έπιασες κουβέντα με έναν άγνωστο;
Πότε έπαιξες τελευταία φορά;
Πότε ανακάλυψες μια νέα διαδρομή;
Πότε έκλαψες για λύτρωση;
Πότε γέλασες μέχρι δακρύων;
Πότε έζησες;
Ξεκίνα λοιπόν. Και να θυμάσαι :
«Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής.»
Σημείωση : Καιρός πια τα χασμουρητά να σημαίνουν μόνο για τον Μορφέα.
Κυριακή, 11 π.μ. Τα πρωινά με ήλιο είναι πάντα τα ομορφότερα.
Τα παράθυρα ανοιχτά-ακόμη κι αν έχει κρύο-και το σπίτι να μοσχοβολάει γαλλικό καφέ. Μικρά θραύσματα ευτυχίας ενώνονται κάτι τέτοια πρωινά. Μπορείς να κοιτάς από το παράθυρο με τις ώρες-ακόμη κι αν δε βλέπεις πουθενά.
Βλέπεις τις ελπίδες σου και τα όνειρα ˙ και είναι η ωραιότερη θέα που χες ποτέ.
Ο κόσμος σου φωνάζει. Καλημέρα. Καλημέρα.
Καλημέρα.
Ο κόσμος χαμογελάει. Χαμογελάς και εσύ. Πρώτη φορά θα παρατηρήσεις τη φύση. Ήρθε η άνοιξη μες στο καταχείμωνο ντυμένη με κοντά φορέματα. Περασμένη Αλκυόνη άκουσες να τη φωνάζουν. Κυανό και πράσινο και καστανοκόκκινο και ροδακινί-κι εσύ που νόμιζες πως η ζωή είναι σκίτσο με κάρβουνο. Φοράς τα γυαλιά στο κεφάλι. Βαθιά ανάσα. Ο κόσμος σου ανήκει σήμερα.
Ο κόσμος σου, έστω.
Η μουσική σου φτιάχνει το κέφι. Μόνο χαρούμενη σήμερα. Μόνο αισιόδοξη.
Η μουσική που σε σηκώνει απ’ τον καναπέ τραβώντας σου τα πόδια και αναγκάζοντας σε να στροβιλίζεσαι και να σηκώνεις τα χέρια στον αέρα.
Σε αναγκάζει να σιγοτραγουδήσεις στην αρχή, και μετά πιο δυνατά, και πιο δυνατά, και πιο δυνατά. Στο τέρμα. Κάπου εκεί κλείνεις τα μάτια και συνεχίζεις το χορό σου. Πάντα τραγουδάς δυνατά το ρεφρέν. Replay. Ξανά. Ξανά.
Ξανά.
Μέχρι να λαχανιάσεις. Και να ξαπλώσεις στο χαλί κοιτώντας το ταβάνι και αφήνοντας το μυαλό να χορέψει στην επόμενη στροφή.
Και να παίζεις θεατρικά με εσένα για παρτενέρ στους διαλόγους. Και με εσένα πρωταγωνιστή στους μονολόγους.
Τέτοια πρωινά συνειδητοποιείς πως έχουν δίκιο τα βιβλία, και τα τραγούδια, και οι σοφοί, και οι τρελοί. Ευτυχία είναι οι στιγμές.
Οι στιγμές που χαμογελάς για λόγους που δεν είχες φανταστεί.
Ή για λόγους που δεν υπάρχουν.
Τα πρωινά με καφέ και κρουασάν στη λιακάδα.
Τα πρωινά με φίλους και γέλια
Τα πρωινά με τον εαυτό σου κι έναν στίχο που επαναλαμβάνεται επ’ άπειρον.
Τα πρωινά με χουζούρεμα στο κρεβάτι και τον ήλιο να κρυφοκοιτά.
Τα πρωινά με μια αγκαλιά.
Τα πρωινά με βόλτες στο πάρκο.
Τα πρωινά με αιφνίδια φωτογραφικά κλικ.
Τα πρωινά που είσαι ευτυχισμένος. Μη ξαναχάσεις αυτά τα πρωινά.
Σημείωση : Καλως μπήκαμε στην άνοιξη, λοιπόν. Και πια αναπνέουμε αισιοδοξία.
Το ταβάνι απέκτησε κάτι ρωγμές. Όχι ιδιαίτερα μεγάλες αλλά τις διακρίνεις. Σε κάνα χρόνο μάλλον θα αρχίσουν να πέφτουν και σοβάδες πάνω στα μπλε κρύσταλλα. Τι καλά που δε θα είμαι εδώ.
Και το πράσινο των τοίχων σιγά σιγά αρχίζει να ξεθωριάζει, μαζί με τα κλισέ συνθήματα και τα αρχαία ποιήματά μου. Από το πρώτο φαίνεται μονάχα ο τίτλος- παν 6 χρόνια τώρα. Μπορεί κι 8, θα σε γελάσω. Δε με νοιάζει πλέον βλέπεις. Από τότε έχω να πιάσω στυλό και χαρτί. Τα δάχτυλα μου έχουν ξεχάσει.
Εχθές το πρωί ενώ κοιμόμουν μπήκε στο σπίτι μια καρδερίνα. Από το σκουριασμένο παραθυράκι της κουζίνας- με το σπασμένο τζάμι. Μόλις σηκώθηκα την είδα να κάθεται στο τρίτο ράφι, παρέα με τις κούπες του καφέ. Στη σκέψη μου όρμησαν αιφνίδια φωτογραφικά κλικ και κιτρινισμένα θεατρικά κείμενα. Σαν κάποτε. Πριν κάτι χρόνια. Αν είχα κλουβί θα την ονόμαζα Λίνα, σκέφτηκα. Μόνο που τα κλουβιά ποτέ δε μ’ άρεζαν κι έτσι όταν γύρισα σπίτι νωρίς σήμερα το ξημέρωμα δεν την βρήκα πουθενά. Πάει η Λίνα.
Ξανακοιτάζω το ταβάνι και οι ρωγμές φαίνονται περισσότερες τούτη τη φορά. Κάθε ρωγμή και ιστορία, θα ‘λεγε ένας φίλος. Κάθε ρωγμή και ψέμα.
Πρώτη ρωγμή: Έζησα.
Δεύτερη ρωγμή: Ζω.
Τρίτη ρωγμή: Δε με νοιάζει.
Όταν έπρεπε να κάτσω στην τελευταία σειρά του θεάτρου έφευγα. Δεν ήθελα τα λόγια να μαραθούν μέχρι να φτάσουν. Κι ας ήταν κρατημένη για μένα η θέση.
Ένας άνθρωπος πέθανε στο κατώφλι μου και άλλοι τρεις άφησαν εκεί πέρα τη φωτιά τους. Κάτω απ’ το πατάκι, μαζί με τα εφεδρικά κλειδιά. Οι περισσότεροι δε σήκωναν ποτέ τους το πατάκι, για αυτό και θα δεις νυχιές και γρατζουνιές στην πόρτα. Την αγαπούσα αυτή την πόρτα. Ξύλινη και βαριά, από αυτές τις παλιές, τις αρχοντικές, τις γεμάτες ιστορίες και χτυπήματα. Το ενοικιαστήριο δεν της ταιριάζει. Θα το βγάλω.
Να θυμηθώ να πετάξω και εκείνη την κόκκινη πολυθρόνα με τις απογευματινές ανδαλουσιανές λιακάδες. Χειμώνιασε.
Όταν πατάω στη γωνιά που ήταν το πιάνο, το πάτωμα τρίζει. Ευτυχώς που έρχεται εκείνος ο ρακοσυλλέκτης και για δέκα λεπτά, κάθε βράδυ παίζει τον Καρυοθραύστη. Τον ακούω πάντα πολύ καθαρά απ’ το σπασμένο τζάμι. Λες και κάθεται στη γωνία ˙ δίπλα μου. Την έκτη νύχτα μόλις έφυγε, κατέβηκα κάτω, κάθισα στο σπασμένο σκαμπό και έπαιξα τη Λίμνη των Κύκνων ως το πρωί. Τα δάχτυλα μου θυμήθηκαν γρήγορα. Η δεύτερη εκδοχή της ιστορίας, να ξέρεις, ήταν πάντοτε η αγαπημένη μου.
«Είναι κι ο καιρός που δε βοηθάει μωρέ…» Μια ο ήλιος που τυφλώνει, μια τα χιόνια, μια το ψύχος και τα αγέρια…διπολικά σύνδρομα-μη σου πω και τριπολικά. Η καθιερωμένη χειμωνιάτικη μελαγχολία αρωματίζει την ατμόσφαιρα, οι άνθρωποι τρέχουν πανικόβλητοι ˙ κουκουλωμένοι ως τα αυτιά με μάλλινα κασκόλ και ζακέτες και ο ουρανός βρέχει νιφάδες φελιζόλ-τελικά ίσως όντως να μας πακετάρουν και να μην το ‘χουμε πάρει χαμπάρι. Δεν παραπονιόμαστε όμως. Τουλάχιστον τα πρωινά έχει φως.
Ένα τέτοιο φωτισμένο, λευκό πρωινό ήρθε και κούρνιασε δίπλα μας. Κάτω απ’ το τραπέζι. Ήσυχος κι αθόρυβος, κανείς δεν τον πήρε χαμπάρι. Έγειρε το κεφάλι του, διπλώθηκε ανάμεσα στα πόδια μας κι αποκοιμήθηκε. Ήσυχα κι αθόρυβα.
Γύρω ένα συνεχές βουητό ˙ απόψεις, παράπονα, γέλια και γκρίνιες. Εξάρες και ζεστή σοκολάτα. Μύριζε καπνός και που και που, όταν άνοιγε η πόρτα, ανατριχιάζαμε. Κάποιοι έφευγαν βιαστικοί με τετράδια και βιβλία στα χέρια, άλλοι κάθονταν με τις ώρες συζητώντας ή παίζοντας χαρτιά. Κανα-δύο γυρνούσαν από τραπέζι σε τραπέζι ψάχνοντας για αναπτήρα. Όλοι κινούνταν, μιλούσαν, έγνεφαν. Μόνο εκείνος παρέμενε ακίνητος. Ασάλευτος.
Ένα τίναγμα του μια στις τόσες μας υπενθύμιζε πως βρίσκεται ακόμα στα πόδια μας δίπλα. Εκεί, να τα ζεσταίνει. Ένα τίναγμα και συνέχιζε τον ατάραχο ύπνο του. Βλέπει όνειρα άραγε; Κι αν βλέπει, αναρωτιέμαι πώς να μοιάζουν. Ίσως μυρίζουν φρεσκοκομμένο γρασίδι και άνοιξη. Δύο ζεστά χέρια, ένα χάιδεμα, μια συντροφιά. Μια ζωή.
Ίσως πάλι και όχι.
Η πόρτα άνοιξε ξανά. Ρίγος. Δεν μπορείς να αντέξεις εκεί έξω.
«Έλα να τον πάρουμε μαζί.»
Τον ζηλεύω λίγο είναι η αλήθεια. Πώς ήρθε, από πού, τι θα απογίνει μόλις αδειάσουν οι καρέκλες μας; Άγνωστα. Αβέβαια. Μόνο υποθέσεις για να περνάει η ώρα. Χωρίς όνομα και χωρίς εξηγήσεις, απλά κούρνιασε δίπλα μας. Την ελευθερία που κάποιοι αναζητούν με μανία αυτός την έχει χρόνια τώρα.
Αν μπορούσα να κάνω μια ευχή, θα ήταν να δω τα όνειρα του.
Η έστω τις ιστορίες του. Τώρα μόνο να φανταστώ μπορώ : τα βράδια στους βρεμένους δρόμους , τα σημάδια και τις πληγές στο άγριο δέρμα , τα υγρά θλιμμένα μάτια, τα λημέρια, τα καταφύγια, τους συγκατοίκους στα παγκάκια, τα ψίχουλα, την σιωπή.
Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την κόλαση, ακούω γυρνώντας σπίτι. Ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου κούρνιασε στα πόδια μας.
Πάει καιρός που το πρώτοπαρατήρησα κι από τότε επιβεβαιώνομαι συνεχώς. Κάθε μέρα σχεδόν.
Γυρνάμε πίσω, ναι. Σε άλλες εποχές, σε άλλες ιστορίες, σε άλλα μέρη. Ψάχνουμε μανιωδώς στις ντουλάπες των γιαγιάδων και στα παλιατζίδικα για φθαρμένες απ’ τον καιρό μάλλινες ζακέτες, παλιομοδίτικα μοκασίνια και χειροποίητα κοσμήματα. Αυτό που κάποτε λέγαμε παλιατζούρα το λέμε vintage πια. Πιάνουμε τα μαλλιά μας κότσους και πλεξούδες και αγοράζουμε καπέλα. Πουά, φλοράλ, βελούδα, δαντέλες, μπαρέτες…εμπριμέ μαντίλια και φορέματα του ’30.
Και ξαφνικά ακούμε swing και jazz- απ’ το πικάπ πάντα, τζάμπα τόσο ψάξιμο για τα βινύλια; Και χορεύουμε lindy-hop και ροκαμπίλι σε θεματικά πάρτι και βραδιές swing, φορώντας φορέματα και κορδέλες στα μαλλιά τα κορίτσια και γιλέκα πάνω απ’ τα καρό πουκάμισα τα αγόρια. Ψάχνουμε ολημερίς κι ολονυχτίς για μικρά όμορφα ζαχαροπλαστεία, αναπαλαιωμένα αρχοντικά που λειτουργούν ως καφενεία, παλιά σινεμά, σκονισμένα υπόγεια βιβλιοπωλεία και υπαίθρια λούνα παρκ-και όταν τα ανακαλύψουμε γίνονται το στέκι μας, ο τόπος μας. Πιάνουμε φιλίες με τους ιδιοκτήτες και που και που μας κερνάν κάνα τσάι μαζί με μπισκοτολούκουμα ή γλυκό του κουταλιού τριαντάφυλλο. Πότε γίναμε ρετρό και δεν το καταλάβαμε;
Τα blockbuster και τα μεγάλα φεστιβάλ μας ξινίζουν. Εμείς βλέπουμε ασπρόμαυρες ταινίες-τότε που όλα ήταν ακόμα αγνά και αθώα. Και ούτε στα κλαμπ και στις καφετέριες πατάμε πια. Παίρνουμε ένα βιβλίο στο χέρι και ξαμολιόμαστε στα πάρκα. Να δούμε λίγο φύση, λίγο πράσινο-το τρίτο παγκάκι έχει πάνω τα’ όνομα μου. Κυκλοφορούμε μόνο με ποδήλατα, με καλαθάκι μπροστά φυσικά, και απ’ το λαιμό μας κρέμεται μια παλιά φωτογραφική μηχανή με φιλμ για να αποθανατίζουμε αμυγδαλιές και περιστέρια -καμιά φορά και ηλικιωμένους περαστικούς. Μια στις τόσες αποφασίζουμε να κάνουμε πικνίκ και κουβαλάμε πολύχρωμα τραπεζομάντιλα, φρούτα και ταπεράκια με κέικ της γιαγιάς. Κι όλα αυτά ενώ δίπλα μας βαράνε κόρνες και τσιρίζουν χαλασμένες εξατμίσεις.
Τα σπίτια μας μετά από ένα χρόνο δε θυμίζουν πλέον φοιτητικά. Ρολόγια αντίκες, ριχτάρια και μαξιλάρες απ’ τα ταξίδια των γονιών, τσαγιερό και μικρά ασορτί φλιτζανάκια, φωτογραφίες και κορνίζες παντού στους τοίχους, απομιμήσεις έργων του Toulouse Lautrec και παστέλ χρώματα. Στο βάθος ένα βαρύ σιδερένιο κρεβάτι-το ξέθαψες απ’ τη σοφίτα στο χωριό και χειροποίητο κομοδίνο από κασόνια. Τα σεμεδάκια ευτυχώς λείπουν. Προς το παρόν.
Πάμε κι αγοράζουμε μικρά λευκά σημειωματάρια με δερμάτινο εξώφυλλο και καθόμαστε σε ξύλινο τραπέζι, Κυριακή πρωί, πίνοντας ελληνικό και γράφοντας ποιήματα χωρίς μέτρο και ομοιοκαταληξία. Κάπως έτσι θα ήταν κι ο Ρεμπώ, φανταζόμαστε. Αγοράσαμε και καβαλέτο για να ζωγραφίζουμε, και ένα μουσικό κουτί, και ένα τεράστιο βάζο με λουλούδια. Και ένα κουτί βανίλια υποβρύχιο. Πάμε σαν άλλοτε.
Όνειρο μας να αγοράσουμε βέσπα ή κατσαριδάκι και να φεύγουμε τα καλοκαίρια για τις παραλίες. Στο μεταξύ τρέχουμε σε σεμινάρια κατασκευής κοσμημάτων, μαθήματα lindy-hop και ραπτικής. Τα παλαιοπωλεία μας έχουν μάθει καλά-τακτικοί πελάτες. Γυρνάμε πίσω, ναι. Λες και μια χρονομηχανή μας άρπαξε και μας πέταξε στο ’30 ή το ΄50. Στην αρχή έναν έναν και πλέον μαζικά, όλο και περισσότερους. Γίναμε ρετρό, φοράμε vintage και νοσταλγούμε τις παλιές μέρες.
Κι εκεί που το σκέφτομαι αναρωτιέμαι ˙ νοσταλγούμε άραγε τις παλιές εκείνες μέρες; Η μήπως αυτό το κύμα «εμπρός πίσω» μας σήκωσε τόσο απότομα που δεν προλάβαμε καν να αναλογιστούμε τι μας λείπει απ’ το τότε; Πίνουμε όλοι λεμονάδες και ταΐζουμε τις γάτες στα πάρκα των μεγαλουπόλεων, πόσοι όμως ρώτησαν «Γιατί νοσταλγώ το τότε, ρε γαμώτο; Τι μου λείπει;».
Πόσοι ρώτησαν δεν ξέρω, ξέρω όμως έναν που απάντησε-έστω και έμμεσα. Και είπε πως η νοσταλγία του παρελθόντος δεν είναι τίποτε άλλο παρά άρνηση, η άρνηση ενός επώδυνου παρόντος και η εσφαλμένη εντύπωση πως σε μια διαφορετική χρονική περίοδο όλα είναι καλύτερα και ομορφότερα και πιο αγνά από αυτή στην οποία ζούμε. Η νοσταλγία του παρελθόντος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ψεγάδι στη ρομαντική φαντασία όλων όσων αδυνατούν να συμβιβαστούν και να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, το τώρα, το παρών. Μαζί με όλα τα προβλήματα που το συντροφεύουν.
Για αυτό λοιπόν την επόμενη φορά που κάποιος σε αποκαλέσει δήθεν και σε κατηγορήσει πως έγινες και εσύ ρετρό από μόδα και όχι από πεποίθηση, μπορείς να χαρείς. Τουλάχιστον εσύ ζεις ακόμα στο σήμερα- όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό.
«Tο μόνο που χρειάζεσαι για να κάνεις μια ταινία είναι ένα όπλο και ένα κορίτσι», έλεγε ο Γκοντάρ. Για να μαι ειλικρινής δεν είμαι και τόσο σίγουρη για το όπλο. Αρκεί ένα κορίτσι, ένα αγόρι και το Παρίσι.
Κάποτε με είχαν ρωτήσει σε πια περίοδο θα ήθελα να ζω αν είχα την δυνατότητα να μεταφερθώ στο χρόνο. Παρίσι, στα sixties. Ακαριαία απάντηση.
Γιατί;
Γιατί άλλο; Για να χω κούρεμα αλά γκαρσόν, να διαβάζω Elle και να βλέπω σινεμά πίνοντας coca-cola σε γυάλινο μπουκάλι και όχι σε χάρτινο κουτί των Goody’s.
Για να βλέπω σινεμά που με κάνει να ερωτεύομαι τους χαρακτήρες του, να μην ξεκολλάω τα μάτια μου από το πανί, να γελάω πραγματικά, να γελάω δυνατά, να χαμογελάω για κλάσματα του δευτερολέπτου.
Για να αγαπάω το ασπρόμαυρο και να μην ξεχνάω τις ατάκες μόλις βγω απ’ την αίθουσα. Για να βλέπω το ρομαντισμό της καθημερινότητας απαλλαγμένο από φόρμες και κανόνες, για να βλέπω το Γκοντάρ να μου κλείνει το μάτι, λέγοντας πως στην πραγματικότητα η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά σινεμά και το σινεμά δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απόλαυση μιας εξιδανικευμένης ζωής.
Για να βλέπω το όμορφο στα πρόσωπα, τους μορφασμούς, τις γκριμάτσες και το ανεπαίσθητο κλείσιμο των βλεφάρων. Για να παρατηρώ ιστορίες και συζητήσεις-ακόμα και τις πιο απλές, τις καθημερινές, τις τετριμμένες- σαν παθιασμένος ηδονοβλεψίας. Σαν ένα παιδί που κοιτάζει από την κλειδαρότρυπα.
Για να μην ψάχνω τη συνοχή, το σενάριο ή την σωστότερη αφήγηση, αλλά να αφήνομαι σε ένα παιχνίδι αγνοώντας παντελώς τη συνέχεια και το τέλος. Για να νιώθω τη φρεσκάδα που ξεχειλίζει από το φιλμ να διασχίζει τις σειρές των θεατών και να φτάνει και σε μένα. Έντονη και άκρως γοητευτική.
Για να με παρασέρνει στη φυγή. «Ποτέ μη φρενάρεις τ’ αυτοκίνητα – φτιάχτηκαν για να τρέχουν». Για να καπνίζω χωρίς να σκέφτομαι τον καρκίνο. Για να διαβάζω εφημερίδα στο δρόμο. Για να μετράω μέχρι το 8 και να στραγγαλίζω όποιον δε μου χαμογελά ως τότε.
Για να οδηγώ κλεμμένη Cadillac.
Για να πηγαίνω να δω την ίδια ταινία ξανά και ξανά και ξανά.
Για να περπατάω στο δρόμο φωνάζοντας “New York Herald Tribune. New York Herald Tribune. New York Herald Tribune” και να περιμένω έναν κλέφτη να με πάρει στη Ρώμη.
Για να γίνω αθάνατη και μετά…να πεθάνω.
Παρίσι, στα sixties.
Ίσως απλά για να δω το «À bout de souffle» σε μια σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα πίνοντας coca-cola σε γυάλινο μπουκάλι και όχι σε χάρτινο κουτί των Goody’s.
Κάτι λευκές νιφάδες τράβηξαν την προσοχή του από το βιβλίο που διάβαζε εδώ και ώρα και την έστρεψαν στο παράθυρο. Το πρώτο χιόνι. Καθάρισε με το χέρι του τη θολούρα απ’ το τζάμι για να δει καλύτερα. Δύο πιτσιρίκια στο απέναντι μπαλκόνι κρέμονταν στα κάγκελα με τις γλώσσες έξω προσπαθώντας να γευτούν τις λευκές σταγόνες. Με μια απότομη κίνηση σηκώθηκε, άρπαξε το χοντρό μπουφάν με την κουκούλα και τα κλειδιά απ’ την κρεμάστρα, φόρεσε τις αρβύλες του και όρμησε στους δρόμους.
Πάντα του άρεσε να περπατάει έξω ενώ χιόνιζε, όλα φαίνονταν διαφορετικά η ατμόσφαιρα πιο καθαρή. Πέρασε βιαστικά έξω από τις λιλιπούτειες στριμωγμένες η μία δίπλα στην άλλη καφετέριες, παρατηρώντας ωστόσο πως οι περισσότερες ήταν ασφυκτικά γεμάτες με κόσμο κάθε ηλικίας. Δύο παππούδες έπιναν τον καφέ τους, σίγουρα λέγοντας ιστορίες απ’ τα παλιά και ένα ζευγάρι Γερμανών είχε αραδιάσει στο τραπέζι δύο τουριστικούς οδηγούς και ένα χάρτη προσπαθώντας να καταλάβουν που βρίσκονταν. Στη γωνία ένας τριαντάρης με κοστούμι και γραβάτα, απορροφημένος στο λάπτοπ του ξέκλεβε που και που ένα δεύτερο για να πιεί βιαστικά μια γουλιά καφέ και να κοιτάξει τριγύρω. Μετά επέστρεφε με την ίδια προσήλωση στη δουλεία του. Στο διπλανό μαγαζί ένας νεαρός με σκούρο μπλε γιλέκο φλέρταρε δύο χαριτωμένες κοπέλες, κατά πάσα πιθανότητα μαθήτριες ακόμα αφού στα πόδια του τραπεζιού είχαν αφημένες δυο σχολικές τσάντες.
Στα εξωτερικά τραπεζάκια δεν καθόταν κανείς, ποιος να αντέξει το κρύο; Μόνο ένας μακρυμάλλης, κουκουλωμένος ως τα αυτιά με ζακέτες και κασκόλ καθόταν μαζεμένος σε μια καρέκλα και ζέσταινε με τα χνώτα του τα παγωμένα του χέρια. Από μακριά του φάνηκε για ζητιάνος αλλά μόλις πλησίασε κατάλαβε πως είχε πέσει έξω. Το πρόσωπο του ήταν αριστοκρατικό και είχε μια χάρη από αυτή που σπάνια βλέπεις γύρω σου. Μόνο στο καλό σινεμά τη συναντάς καμιά φορά. Και ίσως σε κάτι παλιές ασπρόμαυρες ξεχασμένες φωτογραφίες. Πάνω στο τραπέζι σκορπισμένα λευκά φύλλα και άλλα πυκνογραμμένα με μαύρο, κατάμαυρο μελάνι. Στο χέρι του κρατούσε έναν στυλό και μόλις ζέστανε κάπως τα χέρια του συνέχισε το γράψιμο. Έγραφε μια σειρά και μετά τη διέγραφε κι έγραφε άλλη από κάτω. Διόρθωνε τις λέξεις και το ξαναδιάβαζε μουρμουρίζοντας ψιθυριστά από την αρχή. Με ποιήματα έμοιαζαν, μπορούσε να διακρίνει κανείς τις στροφές και τους στίχους. Ίσως και τραγούδια. Ναι, ίσως.
Πρέπει να τον χάζευε για αρκετή ώρα μάλλον γιατί κάποια στιγμή ο νεαρός σήκωσε το κεφάλι του, τράβηξε την ατημέλητη φράντζα μπροστά από τα μάτια του και τον κοίταξε με ένα διαπεραστικό βλέμμα που τον έκανε να παγώσει. Τα μάτια του είχαν ένα βαθύ μπλε χρώμα, από αυτό που σε κάνει να κοιτάς μαγνητισμένος χωρίς να μπορείς να αντιδράσεις. Απλά κάθεσαι ακίνητος, σχεδόν χωρίς να αναπνέεις. Σχεδόν χωρίς να υπάρχεις.
Ένα κορνάρισμα, ακολουθούμενο από την άγρια φωνή κάποιου οδηγού στο δρόμο δίπλα, τον επανέφερε. Έστρεψε γρήγορα το βλέμμα του ευθεία μπροστά και έφυγε με κοφτά γοργά βήματα συνεχίζοντας τον πρωινό περίπατό του. Δεν ήξερε που ήθελε να πάει- πουθενά μάλλον- απλά είχε ανάγκη να περπατήσει μέσα στο κρύο, να συνεφέρει τις σκέψεις του, να ξυπνήσει. Το χιόνι ευτυχώς δεν είχε σταματήσει.
«Αν συνεχίσει με αυτούς τους ρυθμούς μέχρι το βράδυ θα το χει στρώσει.», σκέφτηκε περνώντας τα φανάρια. «Είναι όμορφα εδώ».
Πάντα ήταν όμορφα, απλά ποτέ δεν έτυχε να το παρατηρήσει.